Την περασμένη Παρασκευή, με αφορμή την επέτειο του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, έγραφα για το πόσο κοντινή μάς φαίνεται η χρονική απόσταση από γεγονότα που ζήσαμε σε σχέση με αυτά που δεν έχουμε ζήσει. Ανέφερα συγκεκριμένα ότι από το 1967 έως σήμερα έχουν περάσει 56 χρόνια, όσα δηλαδή και από το «προϊστορικό» 1911 έως το 1967. Ο καλός συνάδελφος και φίλος Πάνος Παπαδόπουλος έκανε μια επισήμανση από αυτές που αποτελούν «τροφή για σκέψη». Στα 56 χρόνια που προηγήθηκαν του 1967, η χώρα μας έζησε τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, τον Δεύτερο Βαλκανικό, τον Πρώτο Παγκόσμιο, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη δικτατορία του Μεταξά, τον Δεύτερο Παγκόσμιο, τη γερμανική Κατοχή, τον Εμφύλιο, συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας και ζούσε ήδη μια χούντα. Χωρίς να υπολογίσουμε ενδιάμεσα πραξικοπήματα, κινήματα, εθνικούς διχασμούς, μετακινήσεις πληθυσμών. Και όλα αυτά σε ένα φόντο φτώχειας (κατά περιοχές και κατά περιόδους ακραίας) και εγκατάλειψης. Τέτοια «βαριά» ιστορικά γεγονότα διαστέλλουν τον χρόνο αλλά και τις αντοχές των ανθρώπων.
Αντίθετα, από το 1974 έως σήμερα τα χρόνια ήταν όχι μόνο «άκαπνα» αλλά ήρεμα, εύκολα, με μια εντυπωσιακή άνοδο του βιοτικού μας επιπέδου να καταγράφεται παντού. Στις γαστρονομικές μας συνήθειες, στα σπίτια, τις διακοπές, τις μετακινήσεις, τα ταξίδια μας – στη δεκαετία του 1960, για παράδειγμα, μην πω και του 1970, δεν υπήρχαν «τριήμερες αποδράσεις» (η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας καθιερώθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη το 1980) και οι διακοπές δεν ήταν κάτι το αυτονόητο για όλους. Επιπλέον, η «επάρατος» – για τους «νεοεπαναστάτες» – Μεταπολίτευση, τα τελευταία 49 χρόνια δηλαδή, υπήρξε η μεγαλύτερη περίοδος αδιάλειπτης δημοκρατίας στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, με κατοχύρωση ατομικών, κοινωνικών, εργασιακών δικαιωμάτων, με κατάργηση, για πρώτη φορά, της λογοκρισίας και άλλα benefits εκσυγχρονισμού που αν αρχίσω να τα καταμετρώ ένα προς ένα θα καταπατήσω και τη διπλανή στήλη.
Ηθικό δίδαγμα ή όπως, τέλος πάντων, μας το έλεγαν στο σχολείο; Τα εύκολα χρόνια μας φαίνεται ότι περνούν γρήγορα, τα δύσκολα είναι αργόσυρτα. Και τα τελευταία 49 ήταν εύκολα. Το χειρότερο που μας συνέβη ήταν μια πανδημία και μια οικονομική κρίση που ανέκοψε το μεγάλο πάρτι το οποίο ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και κορυφώθηκε με τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. (Να θυμίσω ότι το 2007 ήμασταν, σε σχέση με τον πληθυσμό μας, η πρώτη χώρα στον κόσμο ως προς την κατανάλωση ειδών πολυτελείας.)
Γι’ αυτό και μου κάνει εντύπωση πως κάποια άτομα – και μάλιστα όχι στην πρώτη νιότη, που έχουν δηλαδή γνώση του παρελθόντος – μιλάνε, δημόσια, τόσο αβίαστα για τα δύσκολα σημερινά χρόνια, τα ζοφερά, τα μαύρα, για τη σκληρή εποχή μας, για τις βαθιές πληγές που μας άφησαν τα λοκντάουν, για την επισφάλεια των νέων που πρέπει να παλέψουν για το μέλλον τους και μπλα μπλα μπλα. Συγγνώμη δηλαδή, αλλά σε ποια εποχή οι νέοι δεν έπρεπε να παλέψουν για το μέλλον τους; Και μήπως να θυμηθούμε, ακόμη και από τις παλιές ελληνικές ταινίες, τι σήμαινε η εύρεση εργασίας στις δεκαετίες του 1950 και του 1960; Την ουρά που αντιμετώπισε ο Δημήτρης Χορν στο «Αλίμονο στους νέους» για μια θέση εμποροϋπαλλήλου; Κι αν μας άφησε βαθιές πληγές η καραντίνα, μετά την Κατοχή οι άνθρωποι δεν θα είχαν να διαπραγματευθούν παρά μόνο την αιμορραγία τους.
Για το καλύτερο
Σε καμιά περίπτωση δεν νοσταλγώ τα αναγκεμένα χρόνια του παρελθόντος μας ούτε πιστεύω ότι η ανέχεια κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Η φτώχεια δεν παράγει ούτε σκέψη ούτε Τέχνη. Η ανθρωπότητα προχώρησε, σε όλους τους τομείς, σε περιόδους ευμάρειας. Και δημοκρατίας.
Ζηλεύω όμως τις αντοχές και τον ρεαλισμό της κυρα-Εκάβης από το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή όταν την 28η Οκτωβρίου 1940 μαθαίνει την κήρυξη του πολέμου. Τότε που, πάνω-κάτω, λέει: «Ε και τι έγινε που έχουμε πόλεμο; Ο πρώτος είναι που θα ζήσουμε;».