Τι θα έλεγε ο Κάφκα εάν μάθαινε ότι το σημερινό επίθετο που παράγεται από το όνομά του υπονοεί όσα εκείνος απεχθανόταν στην τσεχική καθημερινότητα; Και τι θα έλεγε ο Οργουελ για τη συνεκδοχή που αφορά το δικό του; Με αυτή τη δεύτερη σκέψη ξεκινά η Ελίφ Σαφάκ το κείμενό της στο lithub.com. «Εσχάτως ο Τζορτζ Οργουελ – ο οποίος γεννήθηκε Ερικ Αρθουρ Μπλερ και δεν εγκατέλειψε ποτέ το αρχικό του όνομα – θεωρείται ολοένα και περισσότερο ένας σύγχρονος προφήτης, ένας προικισμένος μάντης που προέβλεψε με τρομακτική ακρίβεια πόσο εύθραυστα και ασταθή ήταν τα πολιτικά μας συστήματα, πόσο κοντά ήταν η σκιά του αυταρχισμού. Το σύνολο του έργου του έχει γίνει πυξίδα που μας βοηθά να προσανατολιζόμαστε σε περιόδους δημοκρατικής ύφεσης και οπισθοδρόμησης, όπως συμβαίνει παγκοσμίως».
Προφανώς προς υπεράσπιση όσων γράφει η Σαφάκ – κι εμείς μαζί της – στρέφει το βλέμμα της προς τη Γαλλία, την Ουγγαρία (όπου ο προεδρεύων Ορμπαν άρχισε να ξετυλίγει την παράλληλη προσωπική ατζέντα, σε απευθείας συντονισμό με το Κρεμλίνο), την Ιταλία, την Ινδία, τη Βραζιλία και το βαθύ κράτος της Τουρκίας. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στην περιγραφή της η τουρκάλα συγγραφέας θυμάται την προσωπική εμπειρία με το «1984»: «Ημουν προπτυχιακή φοιτήτρια στην Τουρκία όταν ανακάλυψα για πρώτη φορά το μυθιστόρημα που μας προειδοποιούσε – ένα κουρελιασμένο αντίτυπο σε ένα βιβλιοπωλείο μεταχειρισμένων τίτλων. Ο Ουίνστον Σμιθ, ένας επαναστάτης που δεν μοιάζει με τους ήρωες των παραδόσεων και των θρύλων -, ένα μοναχικό, σκεπτόμενο και παρατηρητικό άτομο σε ένα καταπιεστικό καθεστώς. Ο Μεγάλος Αδελφός που πάντα παρακολουθεί, κυριαρχώντας σε κάθε σπιθαμή της καθημερινής ζωής, σαν ένα ακοίμητο ουράνιο βλέμμα. Το ξαναγράψιμο του παρελθόντος ενός έθνους για να ταιριάζει στις εντολές και τις ανάγκες της κυβέρνησης/του κράτους/του κόμματος. Η άμμος της προσωπικής μνήμης που προσπαθεί να επιβιώσει από τα συντριπτικά κύματα της συλλογικής αμνησίας».
Η ΑΠΕΙΛΗ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ. Για συγγραφείς όπως η Σαφάκ η καταπιεστική Ωκεανία του «1984» δεν ήταν μια απειλή από το μέλλον. Συνέβαινε ήδη. Και συμβαίνει σήμερα: στις χώρες όπου ως εξωτερικοί παρατηρητές εντοπίζουμε αναλογίες με το οργουελιανό μυθιστόρημα, οι πολίτες τους βιώνουν ήδη τον απολυταρχισμό. Βλέπουν τους απαράτσικ που διαφθείρονται ως το μεδούλι τους από τα προνόμια και τη δίψα του Κόμματος να εξουσιάζει: «Η εξουσία δεν είναι μέσον, είναι ο τελικός σκοπός. Κανείς δεν εγκαθιδρύει μια δικτατορία για να προστατέψει μια επανάσταση. Κάνει την επανάσταση για να εγκαθιδρύσει μια δικτατορία» (Ο’ Μπράιεν στο «1984»). Αντιμετωπίζουν τη «διπλόσκεψη», που τηρουμένων των αναλογιών έφτασε με διακλαδώσεις ως την εποχή της μετα-αλήθειας και του τραμπισμού, πρωτότυπου και εξαγόμενου: «Να ξέρεις και να μην ξέρεις, να έχεις συνείδηση όλης της αλήθειας ενώ λες έντεχνα κατασκευασμένα ψεύδη, να έχεις ταυτόχρονα δύο γνώμες που η μία αναιρούσε την άλλη, γνωρίζοντας ότι είναι αντιφατικές και πιστεύοντας και στις δύο, να χρησιμοποιείς τη λογική ενάντια στη λογική, να αποκηρύσσεις την ηθική και ταυτόχρονα να εγείρεις αξιώσεις σε αυτήν, να πιστεύεις ότι η δημοκρατία ήταν αδύνατη και ότι το Κόμμα ήταν ο θεματοφύλακας της δημοκρατίας…» («1984»).
Το μήνυμα του Οργουελ κρυβόταν τελικά στη διαρκή μάχη – τη μόνη που υπερασπιζόταν πέρα από την ανάγκη του δημοκρατικού σοσιαλισμού – ανάμεσα στην ελευθερία και τον ολοκληρωτισμό. Η εναργέστερη υπενθύμισή του ήταν και η αρχαιότερη. Με τη νεογλώσσα ο Οργουελ αποτίνει άτυπο φόρο τιμής στη θουκυδίδεια ιδιοφυΐα: «για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαξαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων». Στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας, για παράδειγμα, όπου πολιτικές καριέρες σηκώθηκαν πάνω στις πηγές του λαϊκισμού. Στη Γαλλία όπου η Ακροδεξιά λειαίνει τις επικίνδυνες έννοιες. Στη Ρωσία όπου η ουκρανική ηγεσία ονομάζεται «νεο-ναζιστική». Η νεογλώσσα μεταμορφώνεται όχι προσαρμόζοντας απλώς τις λέξεις. Αλλά προσαρμόζοντας την πραγματικότητα σε αυτές.