Το 2024 είναι ένα παγκόσμιο έτος εκλογών. Το πρώτο του μισό έχει ήδη περάσει και οι εκλογές που πραγματοποιήθηκαν (Ταϊβάν, Ινδονησία, Ινδία, Μεξικό, Ν. Αφρική) έδειξαν μία πολιτική συνέχεια όσον αφορά τους πολιτικούς σχηματισμούς που ήδη κυβερνούν. Οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ουσιαστικά δεν άλλαξαν τους πολιτικούς σχηματισμούς αλλά έδειξαν μία ενίσχυση των εθνικιστικών συντηρητικών δυνάμεων. Ομως το δεύτερο εξάμηνο του χρόνου είναι πολύ περισσότερο προκλητικό: Μ. Βρετανία, Γαλλία και πάνω απ’ όλα ΗΠΑ.

Ο παγκόσμιος περίγυρος εμφανίζει βελτιωμένη θετική αλλά χαμηλή πτήση ανάπτυξης (με εξαίρεση την υψηλή επιδότηση της Κίνας), ΗΠΑ (2%), ευρωζώνη (1%-1,5%), Κίνα (γύρω στο 4,5%). Ο πληθωρισμός (ΗΠΑ, ευρωζώνη) χαμηλώνει και συγκλίνει γύρω στο 2% ενώ στην Κίνα 1%. Τα επιτόκια παραμένουν προς το παρόν εκεί που βρίσκονταν με τάση μείωσης στις ΗΠΑ από 5% σε 3% και της ΕΚΤ από 4% στο 3,25% με τάση μείωσης στο 2,5% και 2%. Η μείωσή τους, που δεν έχει έλθει ακόμα, θα βελτιώσει τις καταναλωτικές προσδοκίες των πολιτών που είναι κρίσιμος δείκτης της κοινωνικής δυσφορίας (ευημερίας).

Ομως παρ’ όλη την καθοδική πορεία του πληθωρισμού, το πληθωριστικό σοκ στην εισοδηματική δύναμη των νοικοκυριών το 2022 παραμένει ισχυρότατο σε όλον τον κόσμο. Οι αυξήσεις στους μισθούς και τα ημερομίσθια είναι αισθητές αλλά δεν είναι αρκετές για να βελτιώσουν τη θέση τους.

Συγχρόνως οι κοινωνίες κουβαλούν μαζί τους τη διερεύνηση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Παρ’ όλο που μεταξύ των κρατών οι εισοδηματικές διαφορές μειώνονται μέσα στις κοινωνίες διευρύνονται.

Παράλληλα το μεταναστευτικό ρεύμα από τον παγκόσμιο Νότο προς τον Βορρά θέτει σοβαρά θέματα που έχουν δύο όψεις: από τη μία μεριά οι οικονομίες του Βορρά έχουν ανάγκη νέες εισροές εργατικού δυναμικού που αργότερα θα διευρύνει τις αγορές τους, αλλά πιέζει τα υγειονομικά συστήματά τους και από την άλλη προκαλεί «νοσταλγικά κύματα» διατήρησης της προϋπάρχουσας πολιτισμικής οργάνωσης των κοινωνιών προκαλώντας κρίση ταυτότητας και επίσης αίσθησης ότι οι πολιτικές ηγεσίες δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες των κοινωνιών για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα (ασφάλεια) στην καθημερινή ζωή υπό το βάρος μάλιστα των φυσικών καταστροφών και της εγκληματικότητας.

Οι νεότερες γενιές, που δεν έχουν ακόμα κληρονομήσει τον ακίνητο πλούτο των «boomers», βλέπουν λιγότερες ευκαιρίες μπροστά τους αφού έτσι και αλλιώς μπορεί να είναι φανατικοί καταναλωτές των νέων τεχνολογιών αλλά δεν συμμετέχουν εύκολα στις τεχνολογικές ευκαιρίες που δημιουργούνται.

Ειδικότερα στην Ευρώπη η απειλή στα ανατολικά σύνορά της υπάρχει και έχει κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις: στρατιωτικοποίηση των οικονομιών, κινδύνους εμπλοκής στο πεδίο δυτικών δυνάμεων που βεβαίως είναι κάτι που οι ευρωπαίοι πολίτες απεχθάνονται.

Για όλους τους παραπάνω λόγους στην Ευρώπη δύο πολιτικές τάσεις δημιουργούνται: αφενός μεν προωθούνται οι εθνικιστικές συντηρητικές δυνάμεις και αφετέρου αναπτύσσονται δυνάμεις αντιπαράθεσης προς αυτές δίνοντας σημαντική θέση στον λόγο των κεντρώων πολιτικών απόψεων (Βρετανία ισχυροποίηση, Γαλλία ρυθμιστικός ρόλος), μεταστροφή στην Ιταλία με τη Μελόνι να ήταν ευχαριστημένη εάν προωθείτο ο Ντράγκι στα αξιώματα της Ευρώπης. Εξάλλου η διάψευση του Brexit και η άνοδος του Τουσκ στην Πολωνία δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η θέση της χώρας

Και η Ελλάδα; Στην Ελλάδα συμβαίνουν ακριβώς αυτά που παρατηρούνται και στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά με τρεις σημαντικές παρατηρήσεις: Πρώτον έχει αποκαταστήσει δημοσιονομική ισορροπία (το χρέος είναι πολύ μικρό αν λάβει κανείς υπόψη του ότι είναι 60 δισ. ευρώ αυτά που κυκλοφορούν και ότι έχουμε ρευστότητα 30-36 δισ. ευρώ). Να σημειωθεί ότι η δημοσιονομική εξυγίανση (θετική πλευρά) ξεκίνησε με τις μνημονιακές συμφωνίες. Το τραπεζικό της σύστημα έχει ισχυροποιηθεί και ευρωπαϊκά κεφάλαια συντηρούν τουλάχιστον τις δημόσιες επενδύσεις και την εισαγωγή των ψηφιακών εφαρμογών. Δεύτερον, η κοινωνία της Ελλάδος πολύ δύσκολα συνέρχεται εισοδηματικά από το μνημονιακό και το πληθωριστικό σοκ του 2022 το οποίο εντάθηκε από ιδιομορφίες (πληθωρισμός απληστίας) της ελληνικής οικονομίας. Ετσι δικαιολογημένα η κοινωνία στρέφεται ξανά προς τις αξίες επιβίωσης (μοναδική κοινωνία στην Ευρώπη) παράλληλα με ένα ελαφρό φλερτ με τον εθνικιστικό συντηρητισμό και τον αυταρχικό λαϊκισμό. Ομως (τρίτον) η Ελλάδα έζησε τη «λαϊκιστική» στιγμή της (κλείσιμο τραπεζών, διάψευση προσδοκιών και αποτυχημένο δημοψήφισμα) και δύσκολα θα ξαναδοκίμαζε κάτι τέτοιο.

Με βάση όλα τα παραπάνω, δύσκολα οι διεθνείς πολιτικές αναταράξεις θα προσθέσουν στα εσωτερικά πράγματα προβλήματα πέραν αυτών που ήδη έχουμε και πέραν μιας ελαφράς αύξησης κόστους εξωτερικού κυρίως δανεισμού που θα είναι κοινό για όλη την Ευρώπη. Τα σοβαρά αναπτυξιακά προβλήματα στην Ελλάδα παραμένουν: διεύρυνση της παραγωγικής δυνατότητας της οικονομίας – output potential –, μείωση του συστηματικού κινδύνου (βελτίωση του εξωτερικού περιβάλλοντος στα Βαλκάνια και την Τουρκία) για την προσέλκυση των ξένων επενδύσεων, μείωση της παραοικονομίας, βελτίωση εμπορικού ισοζυγίου και ανταγωνιστικότητας, βελτίωση της αποτελεσματικότητας της διακυβέρνησης και της λειτουργίας του κράτους.

Βεβαίως θα βρισκόμαστε σε μία περίοδο ελαφράς αυξημένης αβεβαιότητας αφού θα πρέπει να ξεκαθαρίσει ο πολιτικός ορίζοντας στη Γαλλία (κυβέρνηση τεχνοκρατών και προσπάθεια προσαρμογής στους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες;) και βεβαίως να ξεκαθαρίσει ο πολιτικός ορίζοντας στις ΗΠΑ. Αυτό είναι το πραγματικά βαρύ ζήτημα για όλον τον κόσμο που μας έρχεται.

Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ