Το έγραφα πριν από ακριβώς μία εβδομάδα σε τούτη τη στήλη. Οτι η Γαλλία, η χώρα της σύγχρονης δημοκρατίας και των κινημάτων, δεν θα «τελειώσει» στην «αγκαλιά – κεφαλοκλείδωμα» της Ακροδεξιάς. Οτι η Ευρώπη δεν ξεχνά τόσο εύκολα τι πλήρωσε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και τα αποτελέσματα της Κυριακής αυτό απέδειξαν. Συν κάποια παρελκόμενα που καλά θα κάνουμε να τα λάβουμε, ειδικά εμείς οι Ελληνες, υπόψη μας. Μας έκανε, για παράδειγμα, αρνητική εντύπωση η μεγάλη, η μεγαλύτερη από ποτέ, αποχή στις δικές μας ευρωεκλογές. Είπαμε ότι ο κόσμος απαξιώνει πλέον την πολιτική και δεν σηκώνεται από τον καναπέ του για να πάει να ψηφίσει. Ωστόσο, η μεγάλη συμμετοχή των Γάλλων την Κυριακή – η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί από το 1981 – απέδειξε πως όταν υπάρχει ουσιαστικό διακύβευμα και όχι οι κοκορομαχίες νάρκισσων πολιτικών, μια χαρά σηκώνεται. Και ότι ο πραγματικός αγώνας για τη δημοκρατία δίνεται στο φυσικό του «πεδίο», στις κάλπες δηλαδή. Ούτε στο Διαδίκτυο ούτε με δηλώσεις και φανφάρες. Και ότι βεβαίως και δεν υπάρχουν εθνικά DNA, υπάρχει όμως ένα είδος συλλογικής μνήμης των κοινωνιών.
Επίσης είδαμε μπροστά στα μάτια μας ότι σημασία δεν έχει η νίκη ή η ήττα αυτή καθαυτήν, αλλά το πώς θα τη διαχειριστείς. Και τη μία και την άλλη. Ο Εμανουέλ Μακρόν ήταν ο μεγάλος χαμένος των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου. Και μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα αναδείχθηκε ο ουσιαστικός νικητής της προχθεσινής εκλογικής αναμέτρησης. Εκείνος ήταν ο διαχειριστής της κρίσης, ο Μελανσόν ήταν το άλλοθι. Και κάτι μου λέει ότι εκείνο το σκληρό βράδυ της εκλογικής ήττας ο Μακρόν δεν σκέφτηκε πώς θα περισώσει τον εαυτό του αλλά πώς θα σώσει τη Γαλλία. Και το κατάφερε. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι αυτός θα είναι ο ρυθμιστής της επόμενης ημέρας.
Την προχθεσινή Κυριακή όμως είχαμε άλλη μία νίκη με παράλληλες «αναγνώσεις». Την πρόκριση της εθνικής μας ομάδας μπάσκετ στους Ολυμπιακούς του Παρισιού. Και τα δάκρυα του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Το παιδί αυτό που έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια «επιφυλακή» στα Σεπόλια, έτοιμος, κάθε φορά που τους έκαναν έξωση, να μετακομίσουν οικογενειακώς μεταφέροντας στα χέρια όλο το νοικοκυριό τους, που φορούσε το μοναδικό ζευγάρι αθλητικά παπούτσια εναλλάξ με τον αδελφό του και που σήμερα η αξία του στο μεγαλύτερο «χρηματιστήριο» του μπάσκετ, το ΝΒΑ, εκτιμάται στα διακόσια εκατομμύρια δολάρια, έβαλε την Ελλάδα πάνω από την καριέρα του. Ενας τραυματισμός στους προκριματικούς ή στους Ολυμπιακούς μπορεί να του στοιχίσει την καριέρα του στις ΗΠΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο Γιάννης όμως ήταν εδώ. Οπου, δηλαδή, τον καλούσε αυτό που ο ίδιος θεωρεί καθήκον. Και υποχρέωση όχι μόνο απέναντι στον εαυτό του αλλά, κυρίως, στην έννοια της «κοινότητας».
Θα είναι και αυτός που ως σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής θα μπει πρώτος στο στάδιο στο Παρίσι, στην τελετή έναρξης (πιθανότατα μαζί με την Κατερίνα Στεφανίδου ή τη Μαρία Σάκκαρη). Η θέση προοριζόταν για τον Τεντόγλου, αλλά ο Μίλτος προτίμησε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στην προετοιμασία των αγώνων. Κάτι όμως μου λέει ότι αυτός ο σπουδαίος αθλητής επίτηδες παραχώρησε τη θέση του στον Γιάννη. Και ότι θα τον χειροκροτήσει ενθουσιασμένος και συγκινημένος. Ακόμη κι αν δεν είναι ακριβώς έτσι, έτσι θέλω να τα σκέφτομαι. Ούτως ή άλλως, αυτά τα παιδιά έχουν αποδείξει ότι ξέρουν πάρα πολύ καλά πώς να εκτιμάνε και πώς να διαχειρίζονται τα σύμβολα. Μακάρι να έκαναν το ίδιο και οι πολιτικοί μας.
«Περήφανες» οικογένειες
Νομίζω ότι αυτοί που δεν θα συγκινηθούν και τόσο όταν δουν τον Γιάννη να μπαίνει ως σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής στο στάδιο θα είναι πολλοί από τους συμμετέχοντες στο Family Pride που έγινε το περασμένο Σάββατο στη Θεσσαλονίκη. Μια συγκέντρωση που, σαφέστατα, έγινε ως αντίπραξη στο Gay Pride. Δεν ξέρω από ποιον απειλείται η ελληνική οικογένεια. Μόνο να φανταστώ μπορώ ποιους μπορεί να φαντάζονται αυτοί που συμμετείχαν. Τους διαφεύγει όμως κάτι. Την ελληνική οικογένεια μόνο τα ίδια τα μέλη της μπορούν να τη σώσουν. Διότι μόνο από αυτά κινδυνεύει, όπως, τουλάχιστον, μας λέει η ειδησεογραφία.