«… Οταν θα είμαστε νεκροί και θα έχουν περάσει κάποια χρόνια, θα κουραστούν να προσπαθούν να μας ακούσουν» λέει τραυλίζοντας ο Καμίγ Ντεμουλέν στο αριστουργηματικό βιβλίο της Χίλαρι Μαντέλ για τη γαλλική επανάσταση «A Place of Greater Safety». (Σε πρόχειρη απόδοση, «Ενας χώρος μεγαλύτερης ασφάλειας»). «Θα λένε, τι σημασία έχει; Διαλέξαμε τη δική μας θέση μέσα στις σιωπές της ιστορίας».

Οι σιωπές της ιστορίας: μπορεί να κρατάνε χρόνια, αλλά δεν χάνονται ποτέ. Οι λαοί της κάθε χώρας, όσο κι αν κουράζονται να προσπαθούν να τις ακούσουν, όσο κι αν αμφισβητούν τη σημασία τους, δεν τις αποφεύγουν. Κάποια στιγμή τις αποζητούν και επανέρχονται σ’ αυτές, γιατί μέσα τους κουρνιάζουν τα βασικά: τα κλειδιά που ξεκλειδώνουν τις θεμελιώδεις ιδιότητές τους (αξίες, ελαττώματα, ανάγκες), που παραμένουν αναλλοίωτες. Σε καιρούς ταραγμένους, όταν πραγματικά χρειάζεται, αυτά τα βασικά αναδύονται στην επιφάνεια ζητώντας και πάλι ν’ αναγνωριστούν, και πάλι να επιβεβαιωθούν. Αυτά τα βασικά. Μπορούμε ίσως πιο συνοπτικά και με όρους πιο σύγχρονους να πούμε, η ταυτότητα μιας χώρας.

Η «ταυτότητα» των ψηφοφόρων της για την οποία πάλεψε και διεκδίκησε την ηγεσία η Μαρίν Λεπέν, νικήθηκε από την ταυτότητα της Γαλλίας και του λαού της – την πραγματική. Κι είναι αυτό που γεννά μια κάποια αισιοδοξία. Γιατί η Ακροδεξιά, η κάθε Ακροδεξιά, επικαλείται και ξεσύρει ιδιότητες «εθνικές» που ξέρει να βαφτίζει με πολλά ωραία ονόματα. Ιδιότητες υπαρκτές (γιατί ναι, πράγματι όλοι αγωνιούν παντού και πάντα για τα πορτοφόλια και την ασφάλεια των συνόρων τους και των εργασιών και των σπιτιών τους), ιδιότητες όμως συχνά επιφανειακές, συγκυριακές, φοβικές, και πάντως όχι αποκλειστικές. Ούτε καθοριστικές. Η πραγματική ζημιά του κάθε λαϊκισμού είναι ότι επικαλείται με τρόπο πειστικό και σε τόνο κατεπείγοντος κάποια «ταυτότητα» που οι αποδέκτες του, οι ψηφοφόροι του δηλαδή, πείθονται ότι τους καθρεφτίζει· κι ότι επομένως πρέπει να καταθέσουν την ψήφο τους (ακόμα και «κρατώντας τη μύτη τους») «σ’ αυτό που πραγματικά είμαστε». Είναι πιο εύκολο να επινοήσεις και να κτίσεις μια ταυτότητα βασισμένη σε ανασφάλεια, φόβους, απειλές, εχθρούς, εισβολές, ξένους, παρά να ακούσεις τις σιωπές της ιστορίας.

Να λοιπόν ένα παράδειγμα ταυτότητας χωρίς εισαγωγικά: «Δεν θέλουμε παρά ένα πράγμα, κι αυτό είναι ο τόπος μας να ξαναβρεί τον εαυτό του», είπε στη μετεκλογική του ομιλία ο Ολιβιέ Φορ, του Σοσιαλιστικού Κόμματος. «Να ξαναστήσει η Γαλλία την αίσθηση του ποια είναι πάνω σε βάσεις ξεκάθαρες, σε αξίες ξεκάθαρες – τις αξίες της δημοκρατίας.» Η Γαλλία μπόρεσε, σ’ αυτή τη στιγμή του κατεπείγοντος, ν’ ακούσει τον βαθύ ψίθυρο της ιστορίας της: αναταραχές, εξάρσεις, εξεγέρσεις, αντιθέσεις, ναι, γιατί είναι η χώρα των επαναστάσεων. Αλλά είναι και η χώρα όπου κάθε δημόσιος ομιλητής, κάθε κόμματος, ολοκληρώνει την ομιλία του λέγοντας «Ζήτω η Γαλλία, ζήτω η Δημοκρατία». Vive la République.

Και είναι η χώρα που σήμερα τολμά επιτέλους ν’ αντιμετωπίσει με όρους ρεαλιστικούς και όχι θεατρικούς τις ρωγμές και πληγές της. Ολους εκείνους τους (πολλούς) ψηφοφόρους της δηλαδή, που ακολούθησαν τη Λεπέν όχι γιατί είναι όλοι τους τέρατα, αλλά γιατί οι επιφανειακές, συγκυριακές, φοβικές ανάγκες τους είναι και πραγματικές και επείγουσες. «Πρέπει τώρα ν’ ακούσουμε και να δούμε τα κατάγματα που διαιρούν τη χώρα μας», είπε ο Φορ, «και ν’ απαντήσουμε στην οργή, στην απόγνωση. Αγνοήσαμε τις ρωγμές, έχουμε μπροστά μας χαράδρες, πρέπει τώρα να το ξεκαθαρίσουμε και να επανορθώσουμε. Ο καιρός της περιφρόνησης, τελείωσε». Δεν ξέρω αν είχε υπόψη του λογοτεχνικές παραπομπές (Αντζέι Σαπκόφσκι, «Ο Καιρός της Περιφρόνησης»), αλλά δεν έχει σημασία. Η ιστορική σιωπή, η ιστορική υπομονή, δεν είναι παρά ο καθρέφτης μιας αλήθειας που, όπως και η λογοτεχνία, δεν διεκδικεί τίποτα. Περιμένει. Είναι εκεί, καθρέφτης ανόθευτος και ξεκάθαρος, για τις στιγμές του κατεπείγοντος όπου θα χρειαστεί και πάλι να μας υπενθυμίσει ποιοι είμαστε. Τι είναι αυτό το πιο βασικό, το πιο απαραίτητο, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούμε ούτε να αναπνέουμε.