Από την εποχή που ερευνούσε για το διδακτορικό της σχέδια της περιόδου 1965 – 1975 ο χώρος της τέχνης στην Ελλάδα έχει αλλάξει. Η Τίνα Πανδή παρακολούθησε τις αλλαγές συμμετέχοντας σε ερευνητικό πρόγραμμα με θέμα τις καλλιτεχνικές και θεσμικές διεργασίες γύρω από την ίδρυση ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Ελλάδα, γράφοντας κείμενα σε διεθνή περιοδικά και πολυάριθμους καταλόγους και συμμετέχοντας σε διεθνή συνέδρια και δημόσια προγράμματα. Στον επίσημο τόνο είναι επιμελήτρια στο τμήμα ζωγραφικής και τρισδιάστατων έργων του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, έχοντας επιμεληθεί – και συνεπιμεληθεί – πολυάριθμες αναδρομικές, μονογραφικές και ομαδικές εκθέσεις. Στην πράξη είναι μία ιστορικός τέχνης, η οποία ενδιαφέρεται να αναδείξει τον ιστορικό περίγυρο δίνοντας σημασία στην εποχή που δημιουργείται καλλιτεχνικό έργο. Η Τίνα Πανδή βλέπει τέχνη, μελετά αρχεία, συνομιλεί με καλλιτέχνες και ως μέλος της ομάδας των επιμελητών του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ξεδιπλώνει γνώσεις και ιδέες για να έρθει το κοινό σε γνωριμία με τη σύγχρονη εικαστική έκφραση.
Ως επιμελήτρια τι έφερες στον μεγάλο κύκλο εκθέσεων «Κι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;»
Την πρώτη αναδρομική της Λήδας Παπακωνσταντίνου. Δούλεψα περίπου έναν χρόνο για αυτή την έκθεση σε πολύ στενή συνεργασία με την καλλιτέχνιδα. Νομίζω ότι η ματιά είχε να κάνει με ένα ιστορικό βάθος αυτών των καλλιτεχνικών πρακτικών, πώς τις διαβάζουμε ως φεμινιστικές πρακτικές, αλλά και με μια απόπειρα μιας ευρύτερης πλαισίωσης του έργου τόσο στο τοπικό συγκείμενο όσο και σε ένα διεθνές. Για μένα η πρώτη μεγάλη έκπληξη ήταν πως αυτό το έργο δεν είχε μελετηθεί ξανά σε βάθος και σε όλη του τη χρονική έκταση. Ενώ όντως ήταν μια πολύ γνωστή περίπτωση καλλιτέχνιδας, στην πραγματικότητα δεν είχε γίνει καμία συστηματική μελέτη του έργου της. Οπότε ήταν σαν να το έπιανα από την αρχή.
Βασικό εργαλείο βέβαια ήταν και η μελέτη του αρχείου της καλλιτέχνιδας κάτι το οποίο έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στο πώς επαναφηγηθήκαμε όλα αυτά τα έργα, τα οποία έχουν πιο εφήμερο χαρακτήρα. Μελετήσαμε δηλαδή όλη αυτή τη σχέση της περφόρμανς με το αρχείο, με το φωτογραφικό ίχνος, με το μνημονικό ίχνος, την προφορικότητα και την προφορική μνήμη. Ηταν έργα που διασώζονται σ’ εμάς μέσα από φωτογραφικά τεκμήρια, κειμενικά θραύσματα, μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις της καλλιτέχνιδας. Οπότε αυτό που με ενδιέφερε ήταν πώς θα αφηγηθούμε όλη αυτή την καλλιτεχνική παραγωγή, που ήταν πολυσχιδής, πολύπλευρη, με μεγάλο εύρος καλλιτεχνικών πρακτικών, σε ένα εκθεσιακό συγκείμενο.
Στην ουσία όμως δεν μας ενδιέφερε μια έκθεση να είναι εξαντλητική και με ισότιμη παρουσίαση όλων των κατευθύνσεων. Υιοθετήθηκε ένα συγκεκριμένο πρίσμα ανάγνωσης των έργων, που έχει να κάνει με το στοιχείο της ενσώματης ταυτότητας και του έμφυλου προσδιορισμού. Τα κεντρικά στοιχεία στην ανάγνωση του έργου και η επιμελητική ανάδειξή του αφορούν μια φεμινιστική οπτική.
Είναι η Λήδα Παπακωνσταντίνου εισηγήτρια του φεμινιστικού βλέμματος στην ελληνική σύγχρονη τέχνη;
Ηδη από τις αρχές δεκαετίας του ’80 θα μιλήσει μέσα από τα έργα της για την αορατότητα των γυναικείων υποκειμένων, για έμφυλη εργασία, για την κοινωνική θέση της γυναίκας, για τα έμφυλα στερεότυπα που συνδέονται με μια σειρά ζητημάτων όπως η εμπορευματοποίηση. Μέσα από το έργο της στρέφεται και στα γυναικεία ξεχασμένα υποκείμενα της Ιστορίας. Δηλαδή στο πολύ σημαντικό έργο που κάνει με την Καρόλ Ρουσόπουλος στρέφεται στη μορφή της Μπουμπουλίνας και εξετάζει το παράδειγμα του ηρωισμού που φέρνει σύγχρονες με την Παπακωνσταντίνου γυναίκες των Σπετσών. Το βλέμμα είναι αυτό της ιστορικής επαναφήγησης.
Μετράς ιδιαίτερα το βάρος της Ιστορίας στις εκθέσεις που επιμελείσαι, πώς προκύπτει αυτό;
Οταν ξεκίνησα να σπουδάζω δεν υπήρχε κάποιο εξειδικευμένο τμήμα ιστορίας τέχνης, οπότε σπούδασα στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας. Μετά έκανα το μεταπτυχιακό μου στην Ιστορία της Τέχνης στη Γαλλία, ακολούθησε το διδακτορικό, αλλά όταν πια είχα ξεκινήσει να εργάζομαι στο μουσείο. Αυτή την ακαδημαϊκή πλευρά τη θεωρώ σημαντική, γιατί με έναν τρόπο η έρευνα και η άσκηση μιας μεθοδολογίας τροφοδοτεί και την επιμελητική πρακτική.
Ο δικός σου τρόπος να προσεγγίζεις την τέχνη είναι η μελέτη αρχείου;
Πάντα με ενδιαφέρει αυτό ως επιμελήτρια, πώς δηλαδή διαφαίνεται ένα ιστορικό βάθος σε καλλιτεχνικές πρακτικές. Το πώς μπορεί να υπάρχει αυτή η ιστορικοποίηση του παρόντος και η επικαιροποίηση των ιστορικών πρακτικών. Ενα τέτοιο δίπολο μας ενδιαφέρει επιμελητικά. Γι’ αυτό και πιστεύω στο είδος των αναδρομικών εκθέσεων. Παρότι θεωρείται ότι είναι μια τυπολογία έκθεσης συνδεδεμένη ίσως με πιο συντηρητικές παραδοσιακές ιστορικοτεχνικές προσεγγίσεις που έχουν να κάνουν με τη βιογραφία του καλλιτέχνη.
Είναι ωραίο να γνωρίζουμε τους καλλιτέχνες πέρα από το έργο τους, στο τι υπάρχει πίσω από αυτό.
Ακριβώς. Και οι αναδρομικές είναι από τις λίγες ευκαιρίες που επιτρέπουν να μελετήσεις σε βάθος και το πλαίσιο. Επίσης νομίζω ότι ειδικά στην Ελλάδα, επειδή ακριβώς πρέπει να λέγονται τα ζητήματα της μακροχρόνιας απουσίας ενός μουσείου για τη σύγχρονη τέχνη, της μη εύκολης πρόσβασης σε αρχεία, είναι ένα εκθεσιακό είδος που μάλλον πολύ λίγοι καλλιτέχνες, ακόμη και των δεκαετιών ’60, ’70 είχαν αυτή την τύχη να έχουν μια σημαντική αναδρομική έκθεση που μπορεί να υποστηριχθεί από έναν μουσειακό φορέα.
Σε μία αναδρομική μπορούμε να μιλήσουμε για τις «σκιές» του καλλιτέχνη;
Νομίζω ότι πρέπει να γίνεται και να μπορεί να αποτυπωθεί εκθεσιακά. Ως επιμελητής και ως ιστορικός τέχνης οφείλεις να τα βάζεις αυτά τα ερωτήματα. Αλλωστε μία αναδρομική δεν είναι πλέον μία ηρωοποιημένη / μυθοποιημένη εκδοχή του καλλιτέχνη, έχουμε φύγει από αυτό.
Επομένως υπάρχει πλούσιο έδαφος για αναδρομικές εκθέσεις;
Το οποίο αξιοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό και στην αναδρομική έκθεση της Μπίας Ντάβου το 2008 που συνεπιμεληθήκαμε με τον Σταμάτη Σχιζάκη. Οταν έγινε έκθεση η Ντάβου δεν ήταν εν ζωή, οπότε το υλικό του αρχείου και τα έργα από τη δωρεά του Ζάφου Ξαγοράρη στο ΕΜΣΤ, σαφώς αποτέλεσαν το βασικό πλαίσιο τροφοδότησης της έκθεσης και του επιμελητικού σκεπτικού.
Οταν δουλεύεις στην αναδρομική με τον καλλιτέχνη εν ζωή, σε περιορίζει η παρουσία του στην έρευνα αρχείου;
Είναι πιο σαφής η καλλιτεχνική πρόθεση όταν έχεις απέναντι τον καλλιτέχνη. Μπορείς όμως μέσα από τη ζύμωση, τον διάλογο να αντιληφθείς το έργο. Ωστόσο οι καλλιτέχνες έχουν την τάση να θέλουν να συμπεριλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα έργα τους σε μια έκθεση και να μην έχουν ακριβώς τα κριτήρια του ποια έργα είναι πολύ ή λιγότερο σημαντικά. Εκεί νομίζω ότι ο ρόλος του επιμελητή είναι καθοριστικός. Χωρίς να σημαίνει ότι μια έκθεση είναι καλή μόνο όταν περιλαμβάνει εμβληματικά έργα. Πολλές φορές και έργα που θεωρούνται ας πούμε «ελάσσονα» ή που μπορεί να είναι στο μεταίχμιο ενοτήτων, μπορεί και αυτά να μας αποκαλύπτουν σημαντικές εννοιολογικές περιοχές του καλλιτεχνικού του έργου. Για έναν καλλιτέχνη πάντα είναι δύσκολο, γιατί είναι μια αναμέτρηση με τον ίδιο του τον εαυτό και με την ιστορία.
Πώς διαχειρίζεσαι αυτή την ανασφάλεια των δημιουργών; Η επιμελήτρια είναι και ψυχολόγος;
Βασικό σκέλος της επιμελητικής πρακτικής είναι και η οικοδόμηση αυτού του πλαισίου εμπιστοσύνης μεταξύ καλλιτέχνη και επιμελητή. Νομίζω ότι όταν υπάρξει αυτό, μετά γεννιούνται ωραίες ιδέες.
Σε διαλέγουν ή τους διαλέγεις τους καλλιτέχνες;
Καθώς εργαζόμαστε στο πλαίσιο του Μουσείου όλες οι εκθέσεις προετοιμάζονται έπειτα από αναθέσεις. Πάντα όμως υπάρχει ένα κριτήριο συνάφειας της καλλιτεχνικής πρακτικής με τα επιμελητικά ενδιαφέροντα. Ο Χρόνης Μπότσογλου είναι μια έκθεση με άλλη προσέγγιση της τέχνης. Ο Δημήτρης Αληθεινός ή ακόμα και η Ομάδα Οπτικής Ποίησης. Οπότε θεωρώ ότι μια αναδρομική έκθεση μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα μεγαλύτερο αντίκτυπο και να γίνει αντιληπτό ύστερα από πολλά χρόνια. Αυτό ίσχυσε στην Ντάβου. Ελπίζω να συμβεί και στη Λήδα Παπακωνσταντίνου.
Μήπως στις μέρες μας η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και τον επιμελητή γίνεται πιο επαγγελματική και ξεφτίζει το συνεκτικό στοιχείο της εμπιστοσύνης;
Ισως. Αλλά πιστεύω ότι ο επιμελητής το ελέγχει και πρέπει να επιδιώκει αυτή την προσωπική σχέση με τον καλλιτέχνη, όσο του δίνεται η δυνατότητα. Και ταυτόχρονα να κρατά μία απόσταση σε σχέση με το έργο. Μιλάμε για διττή σχέση, που δεν σημαίνει ότι γίνεσαι φίλος με τον καλλιτέχνη – αναπτύσσεις όμως μια σε βάθος σχέση με τον ίδιο και το έργο του.
Μπορείς να ξεφύγεις από τη φιλία;
Εντάξει, σε κάποιες περιπτώσεις συμβαίνει και είναι από τα πιο ωραία που προκύπτουν.
Νομίζω ότι αυτό δεν πρέπει να καθορίζει τη συνεργασία μας. Αλλωστε στις ομαδικές εκθέσεις ή στο πλαίσιο μεγάλων συλλογών είναι πολύ πιο δύσκολο να υπάρξει αυτό το προσωπικό πλαίσιο, ένας στενός διάλογος και μια ζύμωση με τον καλλιτέχνη. Πάντα η αφετηρία μας είναι η καλλιτεχνική πρόθεση όσο και αν προτείνουμε νέες ερμηνείες.
Η προτίμηση στις αναδρομικές μονοπωλεί το ενδιαφέρον σου;
Και η νεότερη γενιά καλλιτεχνών με ενδιαφέρει πολύ. Η έκθεση «Εκ νέου» που είχαμε κάνει στο μουσείο πριν από αρκετά χρόνια, είναι σχεδόν μία δεκαετία, ήταν επιμελητικά από τις πιο σημαντικές για εμένα, γιατί αποτύπωσε μια γενιά καλλιτεχνών που αναδυόταν εκείνο το διάστημα. Και μάλλον και η πρώτη έκθεση που ανέδειξε σε ένα μουσειακό πλαίσιο διεπιστημονικές και διακαλλιτεχνικές προσεγγίσεις από καλλιτέχνες που διαδραμάτισαν τα επόμενα χρόνια σημαντικό ρόλο στο καλλιτεχνικό πεδίο.