Μεγάλωσα στην εποχή της μυθοποίησης του τουρισμού στην Ελλάδα. Οι αφίσες του ΕΟΤ είχαν έντονα, «ψεύτικα» χρώματα και αναπαρήγαν το μήνυμα των τριών «S»: sun, sea, sand. Ή syrtaki, souvlaki, sex. Ή οποιαδήποτε «τρίλιζα» μπορεί να φανταστεί, να επιθυμήσει ή να στοχεύσει ο καθένας με αυτές τις έξι λέξεις. Οι δε τουρίστες αντιπροσώπευαν τις νέες, «απελευθερωμένες», όπως τις έλεγαν, ιδέες, την κατάρρευση των ταμπού, τη μοντέρνα αισθητική, τον ελεύθερο έρωτα σε μια χώρα που ο συντηρητισμός και ο πουριτανισμός έκαναν ακόμη κουμάντο. Στο μυαλό μας, οι τουρίστες έμοιαζαν λίγο με χίπις, νέα παιδιά με κάπως εξτρίμ εμφάνιση που χόρευαν, τραγουδούσαν και έκαναν έρωτα στα βραχάκια. Οπως τους ανέφεραν, λίγα χρόνια αργότερα, οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου στο τραγούδι του Γιάννη Σπανού «Σ’ ένα εξπρές»: «…και οι τουρίστες στη γραμμή με τις κιθάρες».
Κάπως έτσι τους πρωτογνώρισα κι εγώ σε μια ηλικία που ο καημός μου ήταν να δω τουρίστες, λες και τους φανταζόμουν κάπως σαν εξωγήινους. Και τους είδα στη Μύκονο της δεκαετίας του ’60. Ενα νησί όπου τα πλοία έδεναν αρόδο και φτάναμε στο λιμάνι με βάρκες, υπήρχαν δύο μόνο ξενοδοχεία και άλλα τόσα «ταξί» που δεν ήταν ακριβώς ταξί, «κούρσες αγκαζέ» τα έλεγαν. Τα ίδια και χειρότερα στην Πάρο, όπου μόνο ένα μέρος της Παροικιάς είχε ηλεκτροδότηση.
Εν τω μεταξύ, ο κραταιός, εκείνη την εποχή, ελληνικός κινηματογράφος βρήκε μια νέα πηγή έμπνευσης και έστησε ταινίες που, με τα χρόνια, έγιναν καλτ μύθοι. Βασισμένες εξ ολοκλήρου στον τουρισμό, όπου το ζευγάρι άλλαζε απλώς εθνικότητα. Μπρουτάλ Ελληνας με εύθραυστη τουρίστρια, όπως στο «Κορίτσια στον ήλιο» του Γεωργιάδη, ή εύθραυστη Ελληνίδα με κοσμοπολίτη τουρίστα, όπως στο «Επιχείρηση Απόλλων» του Σκαλενάκη. Ή ακόμη και εμβόλιμες σκηνές, όπως η «απόβαση των πεινασμένων» στο «Γοργόνες και μάγκες» ή το χάπενινγκ με τη Ρένα Βλαχοπούλου στα Μάταλα στο «Η θεία μου η χίπισσα». Από εκείνον τον τεχνικολόρ τουρισμό φτάσαμε σήμερα στο φαινόμενο του υπερτουρισμού. Οχι φαινόμενο δηλαδή, πραγματικότητα. Πρόκειται για μια συζήτηση που άρχισε να ανάβει πριν από μερικά χρόνια και «λαμπάδιασε» μετά την άρση της απαγόρευσης των μετακινήσεων που είχαν επιβληθεί λόγω κορωνοϊού. Ενα ιδιαίτερα πολύπλοκο θέμα που τοπικές κοινότητες θέλουν να το λύσουν με απλό τρόπο, επιβεβαιώνοντας τι είναι λαϊκισμός. Πρώτα απ’ όλα, σε κάθε τόπο, ο υπερτουρισμός έχει διαφορετικό αποτύπωμα. Στα αστικά κέντρα, της Ελλάδας και του εξωτερικού, το πρόβλημα είναι η βραχυχρόνια μίσθωση που έχει εκτοξεύσει τις τιμές των ενοικίων. Στα περισσότερα ελληνικά νησιά, όπως διάβαζα στο χθεσινό ρεπορτάζ στα «ΝΕΑ», είναι το θέμα του νερού, του πάρκινγκ, της αλλοίωσης του τοπίου, της υποδοχής των κρουαζιερόπλοιων. Και το τσουβάλιασμα μόνο κακό μπορεί να κάνει.
Ποιος φταίει;
Η δαιμονοποίηση του τουρισμού δεν είναι η λύση και, ναι, καλλιεργεί, έστω και ψυχολογικά, την εσωστρέφεια που μόνο κακό έχει κάνει σε αυτήν τη χώρα. Δεν μπορείς στη σημερινή εποχή να βάλεις περιορισμούς στα ταξίδια και στις μετακινήσεις των ανθρώπων. Μπορείς όμως να προβλέπεις και να παίρνεις μέτρα αντιμετώπισης. Για κάποια θέματα, η ευθύνη είναι του κράτους. Πολλά όμως – και όχι λιγότερο ουσιαστικά – είναι υπόθεση τοπικής και ατομικής ευθύνης.
Η αλλοίωση του τοπίου και της παράδοσης, για παράδειγμα. Κτίσματα «χουντικού» ρυθμού, τερατουργήματα που τα «ξερνάνε» τα κυκλαδίτικα μεγέθη. Γεύσεις «πειραγμένες» για να είναι το μαγαζί πιο μοδάτο και να το διαφημίζουν οι «γευσιγνώστες» που τρώνε εκεί τζάμπα – αντί για ταραμοσαλάτα, υπερκοστολογημένη «μους ταραμά». Ακριβά καταλύματα με εντελώς φτηνιάρικες προδιαγραφές. «Τοπικά» προϊόντα που «μυρίζουν» μαζική παραγωγή. Υπηρεσίες που απευθύνονται σε ένα κοινό που δεν έχει εμπεδώσει την κουλτούρα του τουρισμού και αυτό κάνει ακόμη πιο επώδυνο τον υπερτουρισμό. Και, ολούθε, μια ατμόσφαιρα αρπαχτής.
Το καλοκαίρι, στην τουριστική Ελλάδα – και σε όλους τους τουριστικούς προορισμούς – «συγκρούονται» οι μεν και οι δε. Αυτοί που θέλουν μέσα σε τρεις σκάρτους μήνες να βγάλουν τα έσοδα ενός χρόνου. Και αυτοί που προσπαθούν σε δύο σκάρτες εβδομάδες να ζήσουν όσα δεν έζησαν σε έναν χρόνο. Δύσκολη εξίσωση.