Λες και της λείπουν τα προβλήματα, η ελληνική Αριστερά εισέρχεται σε κρίσεις ακόμα και περί… Μελανσόν. Ετσι βέβαια αποφεύγει άλλα θέματα, λ.χ. ζητήματα αξιών, όπως διάφορα «μαύρα» σε… ακτιβιστές, ή το προ ημερών ενδιαφέρον γεγονός ότι το τουρκικό ιδιωτικό πανεπιστήμιο Koç ανακήρυξε τον Αλέξη Τσίπρα επίτιμο διδάκτορά του. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, μα το πανεπιστήμιο που έχει ιδρύσει μία πανίσχυρη επιχειρηματική οικογένεια της Τουρκίας. Οχι ότι είναι κακό, κάθε άλλο. Μα όταν είσαι ορκισμένος εχθρός των ιδιωτικών πανεπιστημίων, ε, είναι ένα ακόμα πρόβλημα. Εκτός πια αν είσαι ο άρχων της κωλοτούμπας. Ο άνθρωπος που το τι είπε και έκανε χθες, δεν τον δεσμεύει σε τίποτα για το σήμερα ή για το αύριο. Κάτι που δεν πρόκειται, λ.χ., να δει κανείς στη γαλλική Αριστερά του Μελανσόν.

Αξίζει να σημειωθεί λοιπόν εδώ ότι μιλάμε για το πανεπιστήμιο – που θεωρείται σήμερα ένα από τα κορυφαία της Τουρκίας – το οποίο ίδρυσε στη δεκαετία του ’90 ο μεγαλύτερος τούρκος επιχειρηματίας αλλά και εξίσου σημαντικός φιλάνθρωπος και πάτρωνας των τεχνών στη γειτονική χώρα, μα και πολιτικός για ένα σημαντικό διάστημα, ο Vehbi Koç. Μια από τις πλέον καθοριστικές φυσιογνωμίες στην εξέλιξή της στον 20ό αιώνα συνδεμένος και με την πορεία των πολιτικών εξελίξεών της. Αν πούμε εδώ ότι μιλάμε για «μεγάλα συμφέροντα», θα είναι μια πολύ στενή αποτύπωση της πραγματικότητας. Αυτή η ιδιαιτερότητα είναι πολύ σπάνια στις χώρες της Δύσης, ως προς τα λεγόμενα ιδιωτικά πανεπιστήμια τα οποία ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ επί της εποχής του θεωρούσε περίπου δαιμονικά για την Ελλάδα: στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι πολύ παλιότερα και φυσικά δεν έχουν ως χρηματοδοτική βάση μία μάλιστα σύγχρονη οικογένεια με αμύθητο πλούτο.

Ο Αλέξης Τσίπρας όμως προδήλως δεν έχει τέτοιου είδους προβλήματα όταν πρόκειται να λάβει ο ίδιος έναν τίτλο. Το πρόβλημά του ήταν να μην υπάρξουν στην Ελλάδα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Οταν τα έχουν όλοι οι άλλοι, είναι, όπως προκύπτει, μια χαρά. Ακόμα κι όταν πρόκειται για συγκριτικά νεοπαγή ιδρύματα, άμεσα εξαρτώμενα από την αποκλειστική οικονομική στήριξη μεγάλων οικονομικών παραγόντων  που δρουν πολλαπλά ως κεντρικοί παίκτες στον εθνικό και διεθνή δημόσιο βίο. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να εγερθεί το ερώτημα: πώς δικαιολογείται μια τόσο βαριά ανακολουθία, με τέτοιες συνέπειες για τη νέα γενιά; Πώς εξηγείται; Τι απάντηση μπορεί να δώσει γι’ αυτήν ο πρώην πρωθυπουργός που με περισσή ευκολία έθεσε πάντοτε στον πολιτικό του βίο στο πυρ το εξώτερο τα ιδιωτικά πανεπιστήμια;

Είναι προφανές ότι απάντηση δεν υπάρχει. Και δεν μπορεί να υπάρχει γιατί το λογικό και ηθικό χάσμα που υφίσταται και εδώ, όπως και σε πλήθος άλλες πρακτικές του Τσίπρα, είναι αδύνατον να καλυφθεί με οποιαδήποτε λεκτική αλχημεία. Φυσικά, στο βάθος όλων αυτών δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά η βαθιά περιφρόνησή του για τον ελληνικό λαό και τη λογική του. Για τη σημασία της κοινής γνώμης, που, αν δρούσε όπως θα έπρεπε, ο Τσίπρας θα βρισκόταν σήμερα σε εξαιρετικά δυσμενή θέση εξαιτίας αυτής του της πράξης.

Ομως ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί να είναι ακόμα νέος, αλλά δεν είναι χθεσινός. Και ξέρει. Ξέρει καλά πια τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και τις χειρίζεται επί χρόνια με εντυπωσιακή επιτυχία – τις περισσότερες τουλάχιστον φορές. Ξέρει λοιπόν ότι έχει πράξει χίλιες φορές χειρότερα απ’ αυτό και τα έχει δικαιολογήσει με αστειότητες που, ω του θαύματος, έγιναν αποδεκτές, παρά το γεγονός ότι προκάλεσαν τρομακτική ζημιά στην ίδια την κοινωνία που τις αποδέχθηκε χωρίς να τις κρίνει. Οπότε, γιατί να ανησυχεί; Γι’ αυτό το… πλημμέλημα;

Δυστυχώς, το πρόβλημα δεν το έχει ο Τσίπρας, ή ο κάθε Τσίπρας. Το έχει ο ελληνικός λαός και η περί δημοκρατίας κυρίαρχη αντίληψη. Που μπάζει πολύ από τις αδιανόητες ανοχές σε υποκρισία. Και που όποιος «ξύπνιος» τις καταλάβει εγκαίρως, ξέρει τι να κάνει μετά. Ο Τσίπρας απλώς απέδειξε ότι η Αριστερά, σε ηγετικό τουλάχιστον επίπεδο, μπορεί να πρωταγωνιστεί σε αυτές.