Κοιτάζοντας από ψηλά, από το παράθυρο του ξενοδοχείου όπου βρισκόμασταν, η εικόνα της εξέδρας, παρά τη μαγευτική θέα στην οποία εντασσόταν, δεν προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση. Μερικά τετραγωνικά μέτρα από τσιμέντο, δύο μεταλλικές σκάλες σε δύο πλευρές για να μπαινοβγαίνεις στη θάλασσα. Ελάχιστη σκιά, ή τουλάχιστον δεν φαινόταν από εκεί που κοιτούσαμε, άνθρωποι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Για να φτάσεις στην εξέδρα θα έπρεπε να κατέβεις πολλά σκαλοπάτια, όχι βέβαια ότι αυτό αποτελεί πρόβλημα, αλλά με τον ήλιο να σε πυροβολεί αλύπητα το σκέφτεσαι – κυρίως το ότι μετά θα πρέπει να τα ανέβεις…

Οσοι αγαπούν την αστραφτερή, καυτή άμμο, τις ομπρέλες και όλα τα κομφόρ που προσφέρει μια «κανονική» παραλία της Ελλάδας, αυτή η εικόνα της εξέδρας στα Βαπόρια της Ερμούπολης της Σύρου, στο ύψος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, θα ήταν το τελευταίο μέρος το οποίο θα επέλεγαν να πάνε για το μπάνιο τους. Ετσι και εμείς αποφασίσαμε να μην πάμε εκεί για μπάνιο κατά τη διάρκεια αυτού του διημέρου στη Σύρο, όπου βρισκόμουν για την κάλυψη των εγκαινίων δύο εκθέσεων ζωγραφικής – «Γιώργος Σικελιώτης στις γειτονιές του κόσμου», αναδρομική για τον σπουδαίο ζωγράφο Γ. Σικελιώτη, και «Urban life» του Κωνσταντίνου Δαμουλάκη – που διοργάνωσε το Ιδρυμα Αντώνης Κομνηνός τον περασμένο Ιούνιο στην Ερμούπολη.

Οπότε βρεθήκαμε κάπου μακριά, στο Αχλάδι, όπου ομολογώ ότι, ενώ κολύμπησα σχετικά καλά, σε καθαρά, κρύα νερά, δεν ένιωσα μια αξέχαστη εμπειρία, όχι τουλάχιστον για τους λόγους που θα προτιμούσα. Πολλή βαβούρα, πολλά ταπεράκια με φαγητά, πολλές πολιτικές αναλύσεις, πολλές προβλέψεις για το Euro 2024, πολλά παράπονα για διάφορα λάθη του Δήμου Σύρου, πολλές φωνές χωρίς ιδιαίτερο λόγο, πολύ κακό για το τίποτα…

Την τελευταία μέρα διαμονής μας στην Ερμούπολη και έχοντας αποδεσμευτεί από τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις όπως και από το ξενοδοχείο, αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα στην τσιμεντένια εξέδρα που βλέπαμε διαρκώς από το παράθυρό μας. Ετσι κι αλλιώς είχαμε ώρες μπροστά μας πριν από την αναχώρηση του πλοίου για την Αθήνα. Κατεβήκαμε τα σκαλιά (λιγότερο δραματικό από όσο νόμιζα και περιέγραψα παραπάνω) και βρεθήκαμε σε ένα περιβάλλον το οποίο – το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα – ήταν περισσότερο φιλικό από όσο είχα νομίσει.

Δεν νομίζω ότι θα γινόμουν υπερβολικός αν έλεγα ότι, στ’ αλήθεια, κάποια στιγμή ένιωσα ότι ο χρόνος είχε σταματήσει ή, αν θέλετε, γυρίσει πίσω. Ενα ραδιόφωνο ακουγόταν, πολύ χαμηλά, σαν παλιό τρανζιστοράκι της δεκαετίας του 1970, που ίσως και να ήταν τέτοιο. Μελωδίες original, χωρίς remix, χωρίς εφετζίδικα κόλπα που μπορούν να γίνουν ως και εκνευριστικά. Το «Pretty woman» από τον ίδιο τον Ρόι Ορμπισον όπως το ‘χε πει τότε, Ελβις Πρίσλεϊ όπως τότε, Βίκυ Λέανδρος όπως τότε. Τζιάνι Μοράντι, Τζο Ντασέν, «Et si tu n’existais pas», στην πρωτότυπη εκτέλεση.

Είναι δύσκολο να περιγράψω την απόλαυση της ηρεμίας που μου προκάλεσαν αυτοί οι ήχοι ενώ προσπαθούσα με δυσκολία να βολευτώ στο τσιμέντο, πάνω από μια λεπτή πετσέτα και κάτω από την πυκνή σκιά που πρόσφερε το αλμυρίκι το οποίο κάλυπτε τελικά ένα μεγάλο μέρος της εξέδρας, κάτι που δεν είχα ως τότε καταλάβει κοιτάζοντας τον χώρο από ψηλά.

Ενα χαρούμενο σκυλάκι τριγύριζε κουνώντας φιλικά την ουρά του από παρέα σε παρέα. Χειροφιλήματα από μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους. Ηχοι χαμηλόφωνων διαλόγων στα γαλλικά, στα ιταλικά και στα ελληνικά. Πολλοί διάβαζαν. Είδα μάλιστα έναν κύριο να ξεφυλλίζει ελληνική εφημερίδα και δεν το κρύβω χάρηκα πολύ. Ηταν πραγματικά ένα σκηνικό βγαλμένο από το παρελθόν, ένα σκηνικό που είχα κάποτε την τύχη να ζήσω αλλά που το θυμάμαι αμυδρά, με σκιές, γιατί τότε, μαζί με τους γονείς μου πίσω στη δεκαετία του 1970, ήμουν παιδί.

Μου θύμισε και λίγο την τσιμεντένια πλατφόρμα στον γύρο της Αρβανιτιάς στο Ναύπλιο, κάτω από το υπέροχο κτίριο του ξενοδοχείου Xenia (όλα τα Xenia είναι υπέροχα), το οποίο δεν λειτουργεί πλέον, όπως δυστυχώς τα περισσότερα. Ενα σκηνικό το οποίο πίστευα ότι δεν υπάρχει πλέον αλλά να που υπάρχει, γιατί τελικά δεν σταμάτησε ποτέ να υπάρχει. Εμείς το νομίζουμε, λανθασμένα.