Ωραία δεν είναι τα πενήντα χρόνια Μεταπολίτευση; Θεατρικά, συναυλίες, αφιερώματα, συνέδρια, λόγια και εικόνες που θυμίζουν εκείνες τις μέρες της μετάβασης από τη χούντα στη δημοκρατία και, μετά, της αλλαγής από τον Καραμανλή στον Παπανδρέου. Οι περιγραφές από την επιστροφή των εξόριστων, η αίσθηση της εθνικής ενότητας που ούτε δεδομένη ήταν ούτε απολύτως κερδισμένη, η πεποίθηση πως η πρόοδος και ο εκσυγχρονισμός της χώρας είναι σχεδόν νομοτελειακές διαδικασίες που κανείς δεν μπορεί να σταματήσει, έφτιαξαν τη μυθολογία την πρώτης δεκαετίας. Εκείνες οι αλλαγές, η εμπέδωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, του έδωσε την αντοχή που χρειαζόταν για αυτά που ακολούθησαν. Κάπως έτσι γράφεται μερικές φορές η συλλογική συνείδηση, από την αύρα που αφήνουν τα γεγονότα, από την αίσθηση που παραδίδει ως εικόνα στις επόμενες γενιές. Σ’ αυτές, δηλαδή, που ο εορτασμός της επετείου αφήνει, για άλλη μια φορά, στο περιθώριο.

Μιλάμε για τη Μεταπολίτευση αυτόν τον Ιούλιο ως τετελεσμένο γεγονός. Ως μνημόσυνο, γλυκόπικρο και νοσταλγικό, αλλά σε κάθε περίπτωση ως περίσταση στην οποία θυμόμαστε έναν πεθαμένο. Μετατρέποντας ενδεχομένως το «ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια» σε ένα είδος νουθεσίας, με μισό δάχτυλο σηκωμένο προς εκείνους που έρχονται, ώστε να σηκώσουν το βάρος της δικής τους αλλαγής. Και η νοσταλγία τελειώνει όταν αρχίζουν οι πραγματικές ερωτήσεις για την τελευταία δεκαπενταετία, όπως «γιατί τα παιδιά ζουν πια χειρότερα από τους γονείς τους;» και «κατάλαβες τι τους συνέβη στην κρίση;».

Στα πενήντα της, η γενιά της Μεταπολίτευσης ακόμα δεν έχει αποφασίσει να κάνει αυτοκριτική για τους χειρισμούς που άνοιξαν τον δρόμο στα πισωγυρίσματα της τελευταίας δεκαπενταετίας: υπάρχει λόγος που οι νεότεροι διστάζουν να αναλάβουν τις πρωτοβουλίες που ανέλαβαν οι ίδιοι και θεωρούνται «παιδιά» και «ταλέντα» μέχρι τα σαράντα, υπάρχει αιτία πίσω από την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς που στηρίχθηκε η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, υπάρχει ευθύνη για την απουσία τους από τα εκλογικά παραβάν. Δεν είναι μόνο ότι δεν εμπνέονται πια – η δική τους καθημερινότητα είναι τόσο μακρινή από αυτά που συζητιούνται ως «καλύτερα χρόνια της χώρας» αυτές τις μέρες, που νιώθουν πως μιλούν άλλη γλώσσα. Πολλοί δεν έχουν κάνει τη σύνδεση, δεν ξέρουν τι ακριβώς γιορτάζουμε, γιατί ούτε η λέξη Μεταπολίτευση έχει γι’ αυτούς συγκεκριμένο περιεχόμενο, νοηματοδοτείται αλλιώς, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες του καθενός.

Στις επετείους δεν έχουν χώρο οι λακκούβες. Και έτσι, δύο γενιές τουλάχιστον, για τις οποίες τα χρόνια που περιγράφουμε ως Μεταπολίτευση είναι βιωμένη ιστορία, με τα πάνω και τα κάτω της, βρίσκονται να γιορτάζουν χωρίς να γιορτάζουν, να ακούν άλλους να μιλούν γι’ αυτούς, αλλά να μην τους δίνεται ο λόγος. Οχι μόνο για να συζητήσουν το τραύμα τους (έτσι κι αλλιώς, δεν το παίρνει και κανείς ιδιαίτερα σοβαρά), αλλά για τη δική τους συμβολή, καλή και κακή, στην πορεία της χώρας – πολιτικά, τεχνολογικά και αισθητικά, αυτοί διαμόρφωσαν την ύστερη φάση της Μεταπολίτευσης και διαμορφώνουν και σήμερα την επόμενη ημέρα της. Λείπουν από τη γιορτή, σχεδόν λες και δεν τους ενδιαφέρει. Και αυτό είναι διπλά επικίνδυνο: όταν θα έρθει η ώρα να μιλήσουν εκείνοι, στα δικά τους παιδιά, για τη Μεταπολίτευση, μπορεί να μην έχουν τι να πουν. Ή, ακόμα χειρότερα, να μη θέλουν να πουν τίποτα καλό.