Η σημαία είναι η αφορμή. Εξαιρετική αφορμή μάλιστα, αφού πρόκειται για το ύψιστο σύμβολο. Ελα όμως που αυτό το κομμάτι ύφασμα, το οποίο για άλλους σημαίνει τα πάντα ενώ για κάποιους μπορεί να μη σημαίνει και τίποτα, πέραν του συμβολισμού της, δεν μπορεί να τα καλύψει όλα, να τυλίξει τα πάντα μέσα στο κλέος της, να αποκρύψει προκαταλήψεις, εμμονές, ιδεοληψίες, κακεντρέχειες, εμπάθειες.

Αυτό ακριβώς συνέβη με άλλοθι τους υποψήφιους σημαιοφόρους της ελληνικής ομάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού. Μια κακοκρυμμένη τοξικότητα που απλώθηκε στο Διαδίκτυο με υποτιθέμενο πρόσημο τα «όσια και τα ιερά». Εν αρχή επρόκειτο να τη σηκώσει ο Μίλτος Τεντόγλου. Ο οποίος όμως το αρνήθηκε διότι ήθελε να αφοσιωθεί στην προετοιμασία του για τον αγώνα – η θέση του σημαιοφόρου απαιτεί, όπως διαβάζω, οπωσδήποτε δύο ημέρες προβών και προετοιμασίας. Ε, αυτό ήταν! Πάει ο αθληταράς, πάει ο κουλ τύπος, πάνε τα ρεκόρ, πάνε οι ακομπλεξάριστες δηλώσεις, πάνε όλα. Ποιο είναι αυτό το τσογλάνι που αρνήθηκε να σηκώσει την ελληνική σημαία για την οποία άλλοι έχουν χύσει το αίμα τους και μόνο αν δεν έχεις χέρια δικαιούσαι να κάνεις κάτι τέτοιο και μπλα μπλα μπλα. Εσκασε και μια φωτογραφία του Μίλτου με τον Δημήτρη Κουτσούμπα κι έδεσε το γλυκό της «πατριδογνωσίας». Διότι αυτοί είμαστε. Αναγορεύουμε είδωλα επειδή, σε ό,τι κι αν κάνουν, ξεπερνούν το μέτρο και μετά απαιτούμε να στριμωχτούν στις δικές μας μικροδιαστάσεις. Αντί να κατανοήσουμε το δικό τους σύμπαν, θέλουμε να τους στουμπώσουμε στον δικό μας μικρόκοσμο.

Μετά ήρθε η σειρά του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Ενας υφέρπων ρατσισμός άρχισε τα «ναι μεν αλλά», μας έδωσε μια κλωτσιά και μας γύρισε πίσω, στα χρόνια του Οδυσσέα Τσενάι, του αριστούχου μαθητή από την Αλβανία που δεν τον άφησαν να γίνει σημαιοφόρος του σχολείου του. «Ναι μωρέ, και Greek Freak και αστέρι του ΝΒΑ αλλά όπου κάπου». Και αυτόν τον «γίγαντα» ήθους και φιλότιμου θέλουμε να κοπτοράψουμε στα μέτρα μας. Τον αθλητή των 200 εκατ. δολαρίων που έχει αποδείξει την αφοσίωσή του στην Ελλάδα, προσπαθούμε να τον χωρέσουμε στα κουτάκια των δικών μας ματαιώσεων, στα στενάχωρα μέτρα μιας φοβικής ιδεοληψίας.

Και μετά ήρθε η σειρά της Μαρίας Σάκκαρη. Η οποία έκανε το μεγάλο λάθος να διακριθεί σε ένα άθλημα, το τένις, που δεν θεωρείται «λαϊκό». Και το ακόμη μεγαλύτερο να έχει σχέση με τον γιο του Πρωθυπουργού. Ενας οχετός μίσους ξεχύθηκε εναντίον της, ένα μίσος ταξικό που έχει τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με το ρατσιστικό. Και που ενώνει τις ακραίες ιδεολογίες διότι εκφράζει τον ίδιο φόβο απέναντι στον άλλον, την ίδια εχθροπάθεια, την ίδια απεγνωσμένη ανάγκη να αποκτήσεις ταυτότητα βρίζοντας οιονδήποτε θεωρείς «απέναντι».

Τελικά, σημαιοφόροι θα είναι ο Γιάννης και η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη. Αλλά τη σημαία θα τη «σηκώσουν» όλα τα παιδιά της αποστολής.

Χρυσοπράσινο γκλίτερ

Κυκλοφορεί εδώ και λίγες μέρες στο YouTube. Μια εκτέλεση του τραγουδιού του Μίκη Θεοδωράκη, σε στίχους Λεωνίδα Μαλένη, «Χρυσοπράσινο φύλλο» – που αναφέρεται στην Κύπρο – με όλα τα τερετίσματα που παραπέμπουν σε πολύ προηγούμενες δεκαετίες και ρομαντική ατμόσφαιρα τύπου «παρεάκι με κιθάρες σε ταβέρνα», αλλά με αλλαγμένους στίχους. Πρόκειται για ένα στιγμιότυπο από την ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή «Το καλοκαίρι της Κάρμεν» (στα πλάνα διέκρινα τη Νεφέλη Φασούλη) που καταγγέλλει την ομοφοβία με ένα κάπως μπρουτάλ λεξιλόγιο (το «Γη των αγοριών με βυζιά / γη των κοριτσιών με κοιλιά / γη του σόλο του αυνανισμού» είναι από τα λίγα που γράφονται), ενώ το ρεφρέν του λέει: «Χρυσοπράσινο γκλίτερ φασίστες στα μούτρα σας».

Το άκουσα και μου προκάλεσε αμηχανία. Θα μπορούσαν τα ίδια ακριβώς πράγματα να ειπωθούν με άλλες λέξεις, πιο «φιλικές» στον μέσο ακροατή, που θα είχαν όμως το ίδιο ακριβώς νόημα. Το σημαντικό όμως είναι ότι αν οι ίδιοι στίχοι είχαν, για παράδειγμα, μουσική τραπ, το τραγούδι θα ήταν από αδιάφορο έως ενοχλητικό σε κάποιους. Αυτή η τρυφερή μελωδία όμως, η τόσο ελληνική, η τόσο καταγεγραμμένη στη συλλογική μας μνήμη, με κάνει να θέλω να το ακούσω και να το ξανακούσω. Εστω και με αμηχανία. Μεγάλη υπόθεση η μουσική μας κληρονομιά.