Τριάντα τρεις μέρες μετά την κάλπη των ευρωεκλογών, παρότι προφανώς δεν τέθηκε ζήτημα διακυβέρνησης στη χώρα – και όποιος το νόμιζε προφανώς έκανε λάθος –, το πολιτικό τοπίο είναι ήδη νέο. Καταρχάς η κυβέρνηση μοιάζει να έχει χάσει εκείνη την ισχύ της τριγωνικής στρατηγικής του Μητσοτάκη που μπορούσε και το Κέντρο να πείθει και την καρδιά της παράταξης που ηγείται. Η κυβέρνησή του στον πέμπτο χρόνο δεν έχει συνομιλήσει με την Ιστορία, ζητούμενο όλων των κυβερνήσεων και πρωθυπουργών. Σήμερα μοιάζει να θέλει να μαζέψει τα ασυμμάζευτα: ακρίβεια, αύξηση των τιμών από τη ΔΕΗ μέχρι τον καφέ. Και όλα αυτά σε έναν καμβά ενός κλονισμένου τουριστικού προϊόντος όπου η μισή Ελλάδα περιμένει την άλλη μισή να τα καταφέρει στα (ακριβά) νησιά των πανάκριβων ακτοπλοϊκών εισιτηρίων. Μαζί με όλα αυτά μια διακριτή πτέρυγα πια στη ΝΔ περιμένει το επόμενο «τζαρτζάρισμα» με τον Μητσοτάκη και ανοιχτά πια μιλάει για αγνόηση των βασικών αξιών της παράταξής τους.

Την 9η Ιούνη, φάνηκε και για πρώτη φορά κάτι βαθύτερο: η διάρρηξη εν μέρει με τα παραδοσιακά κοινωνικά στρώματα που η ΝΔ με ευκολία και άνεση μιλούσε. Ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες είναι ορισμένοι εξ αυτών. Προφανώς και ο εκλογικός ορίζοντας έχει αλλάξει για το Μέγαρο Μαξίμου που επίσης πιέζεται από μια νέα συνθήκη σε Ευρώπη και κόσμο και όταν δεν έχει πείσει καν για μια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική. Ο δεύτερος τώρα και ο τρίτος, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, εισέπραξαν τέτοια ποσοστά που τους μετακίνησαν ένα είδος κρίσης διαφορετικού βέβαια τύπου. Το τόσο όσο του ΣΥΡΙΖΑ δεν έδωσε τη δυνατότητα στον Στέφανο Κασσελάκη να διαμορφώσει τη δική του στρατηγική για τον χώρο του. Αντίθετα άθροισε μια εσωτερική γκρίνια και ανεξόφλητους λογαριασμούς ενός κόμματος που προφανώς διανύει υπαρξιακή στιγμή.

Συνέδριο δεν έγινε που επί της ουσίας να θέσει το μέγα ερώτημα: τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και τι θέλει. Το καταστατικό συνέδριο έχει άλλη λογική και παρότι προφανώς θα απασχολήσει και προγραμματικές πλευρές μοιάζει απλώς να μεταθέτει μια εσωτερική νέα ρήξη για την οποία όλοι έχουν εικόνα. Πριν από τη σύγκλιση που θέλει επίσης να πετύχει η Κουμουνδούρου με τους έξω, θα πρέπει να επιτύχει τη σύγκλιση με τους μέσα και να ξαναβρεί τη βάση της. Το ΠΑΣΟΚ πάλι, άντεξε αλλά φαίνεται πως μια ετεροχρονισμένη αμφισβήτηση στην ηγεσία του βρήκε την αφορμή να εκφραστεί. Εδώ πολύ σωστά βέβαια ο Ανδρουλάκης, γρήγορα έβαλε οδικό χάρτη και παροχέτευσε την κρίση σε ράγες διαδικασιών. Κι εδώ υπάρχει ένα ερώτημα: το ΠΑΣΟΚ θα επιστρέψει στην καταβολή της Σοσιαλδημοκρατίας ή θα προσπαθεί να πείσει ως ο έξυπνος εταίρος τους πάντες; Μια γενική σκέψη τώρα πάντα στον απόηχο της κάλπης της 9ης Ιούνη.

Δικομματισμός όπως τον ξέρουμε δύσκολα θα είναι εκ νέου πραγματικότητα. Η νέα πολιτική συνθήκη περισσότερο θα ευνοεί συνομοσπονδιοποιήσεις και συμμαχίες, παρά μεγάλα κόμματα αυτάρκη που θα μπορούν να κυβερνήσουν μόνα. Την ίδια ώρα μια δέσμη νέων κρίσεων θα συμπιέζει προς συναινέσεις αλλά και αποδεσμεύσεις δυνάμεων από τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς. Νέες εκλογικές εκφράσεις θα αναμετρηθούν και το ερώτημα είναι αν θα το κάνουν σε ένα περιβάλλον μεταπολιτικής ή σκληρής αντιπαράθεσης ιδεών.