«Η δική μας Μεταπολίτευση». Συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου για τα πενήντα χρόνια δημοκρατίας. Συμμετέχουν η Φαραντούρη, ο Νταλάρας, ο Μητσιάς. Το Ηρώδειο κατάμεστο. Τρεις – λάθος τέσσερις – γενιές. Από ογδονταπεντάρηδες μέχρι παιδάκια. Ατμόσφαιρα πότε δοξαστική, πότε κατανυκτική, πότε πανηγυριώτικη. Καθένας φέρνει τη ζωή του. Αναμνήσεις, εξιδανικεύσεις, πληγές χαίνουσες ή επουλωμένες. Ο οικοδεσπότης μάς φωτίζει με τους στίχους και τους ήχους του. Μας κάνει εγχείρηση ανοιχτής ψυχής, μας δείχνει τον συλλογικό μας εαυτό όπως αληθινά είναι. Κι εκεί που πάμε να μελαγχολήσουμε, να απελπιστούμε, απογειωνόμαστε με ένα ρεφρέν. Λυτρωνόμαστε με δυο φράσεις: «κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει…» – η έμφαση στο «σώζει». «Δεν άνθισαν ματαίως» που λέει κι ο άλλος ποιητής.
Ολοι μαγεμένοι στο Ηρώδειο, το βράδυ εκείνο του Ιουλίου; Οχι όλοι. Διαγωνίως μπροστά μου καθόταν μια κυρία στα τριάντα πέντε, στα σαράντα της. Καλοφτιαγμένη και περιποιημένη, με το ξώπλατο πλουμιστό της φόρεμα, με τη μελαχρινή αλογοουρά της, με τα βραχιόλια και το χρυσαφί ρολόι της, με το γαλλικό της μανικιούρ. Με το κινητό της.
Επί δυόμισι ώρες, όσο διήρκεσε η συναυλία, δεν άφησε το κινητό από το χέρι της. Πληκτρολογούσε. Σκρόλαρε στα σόσιαλ μίντια. «Σε αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί» τραγουδούσε ο Μητσιάς. Εκείνη πέρα βρέχει. Χάζευε μια διαφήμιση μαγιό στο ίνσταγκραμ. «Ο Αριστοφάνης, παλαμάκια, γύρισε από τα θυμαράκια!» έψαλλαν ευφορικά η Μελίνα Τανάγρη και ο Πάνος Μουζουράκης τους «Αχαρνής». Εκείνη ούτε που σήκωσε τα μάτια της. Είχε κουβέντα, τσάτινγκ, ποιος ξέρει με ποιον.
Μου είχε γυρίσει το μάτι. «Είστε εντελώς κουφή;» μού ερχόταν να τη ρωτήσω. «Ο,τι συμβαίνει στη σκηνή σάς αφήνει παγερά αδιάφορη; Τότε γιατί βρίσκεστε εδώ;» «Μα δεν βρίσκομαι εδώ» θα μου απαντούσε αφοπλιστικά και θα μου έδειχνε μια «ιστορία» από κάποιο μπιτς μπαρ. Μονάχα όταν μπήκε η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού, σήκωσε το κινητό της και τράβηξε ένα βίντεο. Της φάνηκαν προφανώς οι άσπρες στολές και τα αστραφτερά πνευστά αρκούντως εντυπωσιακά για να τα μοιραστεί με τους διαδικτυακούς της φίλους.
Γιατί είχε πάει η μελαχρινή αλογοουρά στη συναυλία του Σαββόπουλου; Την είχε σύρει η φίλη που καθόταν δίπλα της; Είχαν κερδίσει τίποτα προσκλήσεις και είχαν βρεθεί εκεί από σπόντα – η άλλη τουλάχιστον δεν κρατούσε κινητό, παρακολουθούσε, ανέκφραστη μεν, πάντως παρακολουθούσε…
Δεν γίνεται να αρέσουν σε όλους μας τα ίδια. Κι εγώ κι εσείς πόσες μουσικές, πόσες ταινίες, πόσα βιβλία δεν βρίσκουμε αφόρητα, αφόρητα πληκτικά; Από την άλλη, άμα στα σαράντα σου δεν σε αγγίζουν ντιπ «τα χρόνια και τα λόγια τα χαμένα», το «πού πας παλικάρι, ωραίο σαν μύθος», το «Μαρία απ’ τη Σπάρτη, Ορέστη απ’ τον Βόλο», δεν θα πειστώ με την καμία ότι απλώς έχεις διαφορετικά γούστα. Οτι σε συγκινεί η ροκ ή η τζαζ, ο Μότσαρτ ή η Τέιλορ Σουίφτ.
Θα συναγάγω, βάσιμα πιστεύω, πως το ενδιαφέρον σου εξαντλείται στα μελοδράματα των πρωινάδικων, στα τραγούδια μιας χρήσης, στα κουτσομπολιά των «επωνύμων». Πως το όνειρό σου είναι ένα ηλιοβασίλεμα στη Μύκονο, στο πλάι ενός σκαφάτου τύπου, που τον ενδιαφέρουν μονάχα τα λεφτά, να τα βγάζει και να τα επιδεικνύει. Θα σε λυπηθώ για όσα ωραία στερείσαι. Για την ανύπαρκτη ευαισθησία σου, για την καρδιά σου που έχει πιάσει πουρί. «Να κι αν με λυπηθείς, να κι αν δεν με λυπηθείς!» θα μου απαντήσεις. «Ζω μια χαρά έτσι. Με ποιο δικαίωμα μού κουνάς το δάχτυλο; Ο κόσμος μου είναι πιο πυκνοκατοικημένος από τον δικό σου!»
Στη δεκαετία του ’50, ο αναλφαβητισμός στη χώρα μας βρισκόταν σε θλιβερά επίπεδα. Τότε ο Μίκης Θεοδωράκης είχε μια ιδιοφυή ιδέα. Μελοποίησε τους πιο σημαντικούς ποιητές, έκανε τα έργα τους λαϊκά τραγούδια, οι Ελληνες τα αγκάλιασαν. Θα μπορούσε να επαναληφθεί κάτι τέτοιο; Δεν το ελπίζω. Σήμερα ο αναλφαβητισμός φοράει μάρκες. Ναρκισσεύεται. Βγάζει γλώσσα.