«Κάτι απλό, να πιούμε και καμιά μπιρίτσα, μωρέ… Δεν θέλω πολλά πράγματα. Να περάσουμε καλά. Αυτό είναι το μόνο που θέλω. Και ευχαριστώ πάρα πολύ!». Είναι μεσημέρι και κάθομαι μαζί με τον Λάζαρο Σκορδόπουλο και την κόρη του την Ελευθερία στο Forever απέναντι από τα γραφεία των «Νέων» για μια χαλαρή, από καρδιάς κουβέντα. Κοιτάζω αυτόν τον άνθρωπο, το πρόσωπο του οποίου δηλώνει πολύ νεότερο από τα 90 χρόνια του. Ο Λάζαρος είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία μηχανικός προβολής κινηματογραφικών αιθουσών που γνωρίζω – και, πιστέψτε με, τον γνωρίζω πολύ καλά. Τον γνωρίζω από μικρός, πολύ προτού μπω το 1987 στη δημοσιογραφία. Ομως από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, και ενώ ήμουν πλέον ο κριτικός κινηματογράφου του «Βήματος», μέχρι πέρυσι, τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά. Γιατί ο Λάζαρος ήταν επί δεκαετίες ο μηχανικός προβολής του Ιντεάλ στην οδό Πανεπιστημίου, εκεί όπου από τις αρχές του 2000 μέχρι το άδοξο κλείσιμό της γίνονταν οι δημοσιογραφικές προβολές των ταινιών που επρόκειτο να διανεμηθούν στις αίθουσες. Εχω περάσει κυριολεκτικά χιλιάδες ώρες μαζί του, όπως και με τον υπεύθυνο της αίθουσας Γιάννη Παπανικολάου, την Αριστέα Χιώτη, στυλοβάτρια στο ταμείο, αλλά και τον αντικαταστάτη του Λάζαρου, τον Κώστα Σπανό, όπως και τη γυναίκα του, τη Χριστίνα.
Δεν λέει τι θέλει να φάει και έτσι καταλήγουμε σε μια ποικιλία κρεατικών και την μπίρα που τόσο θέλει. Η κόρη του ακολουθεί, επίσης με ελάχιστες απαιτήσεις, σαν τον πατέρα της. «Ωραία χρόνια, βρε Γιαννάκη», μου λέει ο Λάζαρος πίνοντας μια γουλιά. «Περάσαμε ωραία χρόνια… Τι εποχές!». Ξαφνικά αρχίζει και με ρωτά για τους παλιούς συναδέλφους. Τον Νίνο Μικελίδη, τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, τον Νώντα Μανωλίτση, τον Δημήτρη Δανίκα. Με ρωτά και για τη Νότα Διαμαντοπούλου, τη σύντροφό μου, που κι εκείνη ερχόταν στις προβολές. Του λέω ότι είναι όλοι τους καλά και χαμογελά με ικανοποίηση. «Πάντα καλά να είναι οι άνθρωποι». Τα μάτια του υγραίνουν – και αυτή δεν θα είναι η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο θα συμβεί κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, διάρκειας περίπου μιάμισης ώρας.
Τα χρυσά χρόνια
Και εφόσον αρχίσαμε από εκεί, από τις δημοσιογραφικές προβολές στο Ιντεάλ, ο Λάζαρος μπαίνει αμέσως στο ψητό. «Πήγα, ξέρεις, στο Ιντεάλ από τότε που ήταν β’ προβολής. Χα! Ξέρεις ότι κάποτε ήταν ακόμα και τσοντάδικο;», θα μου πει. «Ομως οι Σπεντζαίοι – οι διανομείς και αιθουσάρχες αδελφοί Γιώργος, Αλέξανδρος και Σπύρος Σπέντζος – πήραν ένα δάνειο και έτσι κάποια στιγμή το Ιντεάλ ανακαινίστηκε». Ο Λάζαρος θυμάται τα χρυσά χρόνια της δεκαετίας του 1990, όταν το Ιντεάλ ήταν ένα κινηματογραφικό βασίλειο στο κέντρο της Αθήνας. «Τους κόστισε μεν, αλλά τα βγάλαν τα λεφτά τους. Και πάντα θα τους ευγνωμονώ που με κρατήσανε κοντά τους!». Να σημειώσω εδώ ότι όταν ο Λάζαρος σταμάτησε να εργάζεται ως μηχανικός προβολής στο Ιντεάλ, ζούσε επί χρόνια στο υπόγειο της αίθουσας, σε ένα δωματιάκι δίπλα στην αποθήκη. Ηταν το σπίτι του ύστερα από παραχώρηση των ιδίων των αδελφών Σπέντζων, οι οποίοι μετά το κλείσιμο της αίθουσας τον βοήθησαν να μετακομίσει στην περιοχή όπου κατοικεί σήμερα.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1934, ο Λάζαρος Σκορδόπουλος ήταν δέκα χρονών παιδάκι όταν ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αυτό που λέγεται κινηματογραφικό εμπόριο στην Ελλάδα. «Ημουν στο Σινέ Παρί στην Πλάκα και μοίραζα φέιγ βολάν με διαφημιστικά των ταινιών στα λεωφορεία. Ετσι μ’ αφήνανε να μπαίνω τα βράδια και να βλέπω καμιά ταινία. Καλοκαιρινό σινεμά, άλλο πράγμα σου λέω. Μιλάμε, πανόραμα, με ένα σκέπαστρο από πάνω, σαν τον Πύργο του Αϊφελ. Και μετά με έβαλαν να πουλάω λεμονάδες και πορτοκαλάδες στα διαλείμματα. Πήρα, βλέπεις, προαγωγή…» (γέλια).
Και όλα αυτά, υπό σκληρές συνθήκες για τον Λάζαρο, παρότι ο ίδιος δεν θα το παραδεχτεί γιατί ως άνθρωπος που κοιτάζει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο θα πει ότι τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε καλά. Και όμως, για φανταστείτε τις συνθήκες: οι γονείς του, άνθρωποι φτωχοί, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία τη χρονιά του μεγάλου διωγμού, το 1922, τον έδωσαν ενώ ήταν δύο χρονών για υιοθεσία γιατί δεν είχαν τη δυνατότητα να τον μεγαλώσουν οι ίδιοι. «Τα δύο μεγαλύτερά μου αδέλφια, γεννημένα το 1928 και το 1931 – δεν ζουν πλέον –, είχαν δοθεί στο ορφανοτροφείο», μου λέει και βουρκώνει πάλι. Ο μέθυσος πατέρας του (τον οποίο ο Λάζαρος ουσιαστικά δεν γνώρισε) ήταν αμαξάς και ο παππούς του πουλούσε σκόρδα. Μάλιστα, ο παππούς του υπήρξε η αιτία που το επώνυμο του Λάζαρου είναι Σκορδόπουλος. «Οταν πήγε στη Δημαρχία της Νικαίας για να με δηλώσει, η γιαγιά μου από την πλευρά της μάνας μου δεν ήθελε να μου δώσουν το επώνυμο Ψιλούδης που ήταν του πατέρα του. Μετά με δώσανε να με μεγαλώσει ένας κύριος Αγγελος Μαυρογιάννης, Σμυρνιός κι αυτός, το σπίτι του ήταν στην Αγία Αικατερίνη, κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Πολύ καλός άνθρωπος, ράφτης, άτεκνος, μόνος, χωρίς γυναίκα. Φρόντισε να μη μου λείψει ποτέ τίποτα. Και μιλάμε για Κατοχή. Με την μπομπότα. Αλλά εγώ είχα και του πουλιού το γάλα. Το μόνο πράγμα που όταν το έμαθα χρόνια αργότερα με στεναχωρούσε, ήταν που δεν άφηνε τη μάνα μου να με βλέπει όταν ήμουν πολύ μωρό. Γιατί φοβόταν μη με πάρουν απ’ αυτόν. Οταν έγινα 15 χρονών όμως, την κάλεσε ο ίδιος και με έδωσε πίσω. Τότε έμαθα ότι είμαι υιοθετημένος. Μετά αυτοκτόνησε ο φουκαράς ο Μαυρογιάννης. Επεσε από το παράθυρο του αστυνομικού τμήματος που ήταν δίπλα. Ποτέ δεν έμαθα γιατί το έκανε».
Το σχολείο
Ως παιδί, ο Λάζαρος δεν τελείωσε το σχολείο. Εφτασε μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού. Χρόνια αργότερα, χρειάστηκε να ξαναπάει γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να πάρει το πτυχίο του μηχανικού προβολής. Βέβαια, από πολύ μικρός, απ’ όταν πουλούσε λεμονάδες και πορτοκαλάδες στο Σινέ Παρί, του άρεσε να κοιτάζει και να παρατηρεί πώς δούλευε ο μηχανικός προβολής στην καμπίνα. «Το μάτι μου έπαιζε γιατί μου άρεσε αυτή η δουλειά. “Εκλεβα” ό,τι έβλεπα να κάνει ο μηχανικός. Είχα πάντα αυτό το χάρισμα. Να αποτυπώνω στο μυαλό μου πράγματα που παρατηρούσα γύρω μου. Εκεί λοιπόν άρχισα να αποτυπώνω το πώς δούλευε η μηχανή». Μάλιστα, ο Λάζαρος θα θυμηθεί ότι «τα γράμματα» (οι υπότιτλοι στις ταινίες) σε πολλές περιπτώσεις φτιάχνονταν επί τόπου. «Χειρόγραφα! Φαινόντουσαν στην οθόνη χάρη σε ένα μηχανάκι που το έλεγαν “κλέφτη”. Από εκεί πέφταν στην οθόνη οι λέξεις. Ενα ένα τα ονόματα. Κερκ Ντάγκλας. Τάιρον Πάουερ. Φρανκ Σινάτρα. Πολλές φορές ο μάστορας (ο μηχανικός προβολής) μού έκανε παρατήρηση που καθόμουν εκεί και προσπαθούσα να βοηθήσω, όμως εγώ τον παρακαλούσα να μείνω και τελικά με άφηνε. Μετά μ’ αφήνανε να τη δουλεύω κιόλας τη μηχανή. Αν έκανες λάθος την πρώτη φορά, δεν πείραζε, όμως δεν επιτρεπόταν να κάνεις λάθος τη δεύτερη».
Στον Ορφέα
Εκείνη την εποχή, όταν είχε μπει πια στην εφηβεία, ο Λάζαρος έγινε «παιδί για όλες τις δουλειές» σε αίθουσες όπως ο χειμερινός Ορφέας της Νίκαιας και το θερινό Πάνθεον. «Το σινεμά είχε γίνει η “ένεση”», είπε. «Ημουν πια εθισμένος». Στον Ορφέα, που ήταν η πρώτη του επαγγελματική δουλειά σε αίθουσα, πήγε ως μαθητευόμενος. Ενας από τους πρώτους δασκάλους του ήταν ένας Στέλιος Σφηνάκης μαζί με τον ραδιοτεχνίτη Αρμάο (ονόματα που σήμερα δεν λένε τίποτα στον κόσμο αλλά που στην εποχή τους και στην κινηματογραφική πιάτσα ήταν θρυλικά). Ομως ο ίδιος άνθρωπος, ο Σφηνάκης, έκανε αργότερα «πόλεμο» στον Λάζαρο όταν τον είδε στο Παλάς της Νίκαιας, όπου ο μικρός έψαχνε για δουλειά. «”Αμα γίνεις μηχανικός εσύ, να μου τρυπήσεις τη μύτη”, μου είπε. Δεν ξέρω για ποιο λόγο». Απελπισμένος και ίσως και κάπως φοβισμένος, ο Λάζαρος αποφάσισε να μεταναστεύσει στη Γερμανία. Ομως ο κουμπάρος του Σφηνάκη, ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, τον πήρε στο μαγαζί του ως πωλητή και παράλληλα τον έστειλε να δουλέψει μηχανικός στην Αύρα στον Κορυδαλλό (σήμερα έχει γίνει σουπερμάρκετ). Εκείνα τα χρόνια περίπου ο Λάζαρος έκανε το στρατιωτικό του και όταν απολύθηκε αντιλήφθηκε ότι για να πιάσει δουλειά μηχανικού προβολής έπρεπε να έχει και πτυχίο. «Για να το πάρω έπρεπε να περάσω από ολόκληρη επιτροπή, στην Αιόλου ήτανε, θυμάμαι, το παράρτημα όπου έδινες εξετάσεις ηλεκτρολογίας. Γιατί έπρεπε να ξέρεις ηλεκτρολογικά. Εγώ δεν ήξερα και πολλά, ήξερα όμως ορισμένα τεχνικά. Δεν πέρασα. Εκεί λοιπόν, στην Αιόλου, βρέθηκε κάποιος της επιτροπής και μου είπε να πάω κάπου – δεν θυμάμαι πού, μια αίθουσα με ταράτσα ήτανε – και να βρω κάποιον. “Δώσε κάνα χιλιαρικάκι και θα σε περάσει η επιτροπή”, μου είπε. Λάδωμα! Πάω λοιπόν και βρίσκω αυτόν που μου είπε και του λέω “μ’ έστειλε ο τάδε”. Ετσι πέρασα… Κι όσο για το Δημοτικό που λέγαμε πιο πριν, έβγαλα την Πέμπτη Τάξη στη ΧΑΝ! Στην Πανεπιστημίου. Ετσι δεν είναι;», ο Λάζαρος απευθύνεται στην κόρη του.
«Τι είναι η ΧΑΝ;», ρωτά εκείνη.
«Χριστιανική Αδελφότης Νέων!», απαντά ο Λάζαρος. «Είχε σχολείο μέσα. Εκεί πήγα Πέμπτη Δημοτικού, μεγάλος πια… Εκεί πηγαίνανε μεγάλοι οι ανθρώποι οι αγράμματοι και μαθαίνανε τα γράμματα που δεν είχαν μάθει μικροί. Τους βοηθούσε το κράτος».
«Α, δεν το ‘ξερα αυτό», λέει η Ελευθερία. «Να που κάτι έμαθα κι εγώ σήμερα, ύστερα από 40 χρόνια που τον ξέρω…».
Ως πτυχιούχος μηχανικός πλέον, η πρώτη δουλειά του Λάζαρου, και πάλι ως μαθητευόμενου, ήταν σε έναν κινηματογράφο της Δραπετσώνας, την Αλίκη. «Οπως είπαμε, εγώ έκλεβα πληροφορίες. Εκεί λοιπόν κάποια στιγμή προέκυψε ένα πρόβλημα με τον ήχο και ως μαθητευόμενος πήγα να πω τη γνώμη μου. “Κάνε στην μπάντα εσύ”, μου φώναξαν όσοι ήταν μέσα στην καμπίνα. Ενας όμως πήρε το μέρος μου και ζήτησε τη γνώμη μου για το πρόβλημα. “Μηχανικό δεν θέλουμε να τον έχουμε;”, ρώτησε τους άλλους. “Ε, ας μας πει τη γνώμη του”. Και πήρα, θυμάμαι, ένα κομματάκι χαρτί από το πακέτο των τσιγάρων και έφτιαξα την ακτίνα που είχε χαλάσει. Την έφτιαξα ψιλή σαν τρίχα. Και δούλεψε η φωνή καμπάνα. Ετσι κέρδισα την εμπιστοσύνη τους. Με κρατήσανε κι έβγαζα κι από ‘κεί ένα ταλιράκι…».
Ρεπατζής
Η δουλειά άρχισε να εξαπλώνεται. Ο Λάζαρος δούλεψε σε αρκετές κινηματογραφικές αίθουσες, ανάμεσα στις οποίες η Αίγλη στα Καβούρια, η Νιρβάνα και η θερινή Ανεσις στους Αμπελοκήπους, ώσπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 πήγε στο Ιντεάλ, αρχικά ως αντικαταστάτης μηχανικός προβολής. «Ρεπατζής πήγα, αντικαθιστούσα τους υπαλλήλους στα ρεπά τους». Να θυμίσουμε εδώ ότι η δεκαετία του 1970 υπήρξε πολύ κρίσιμη για τους κινηματογράφους της Αθήνας, πολλοί εκ των οποίων – κυρίως της β’ προβολής – δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό με την τηλεόραση και άρχισαν να κλείνουν. Στα χρόνια εκείνης της δεκαετίας, του 1970, το Ιντεάλ είχε αρχίσει να οδηγείται προς την παρακμή. Κάποια στιγμή, στα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας, το Ιντεάλ λειτουργούσε από το πρωί και έπαιζε δύο έργα – το ένα καράτε και το άλλο σεξ. Οταν ο Λάζαρος προσελήφθη στο Ιντεάλ από τον Γιάννη Παπανικολάου, ο κινηματογράφος χωρίς να έχει ανακαινιστεί ακόμα λειτουργούσε πλέον ως α’ προβολής προβάλλοντας δευτεροκλασάτες ταινίες. Και τότε, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980 – αρχές της επόμενης, οι αδελφοί Σπέντζοι αποφάσισαν τη ριζική ανακαίνιση αυτής της αίθουσας που για ένα μεγάλο διάστημα μετατράπηκε σε χρυσωρυχείο.
Ατελείωτες ουρές
Ο ίδιος ο Λάζαρος θυμάται ακόμα με πολύ ζωηρά χρώματα τις ατελείωτες ουρές σε ταινίες όπως «Η σιωπή των αμνών». «Ηταν απίστευτο να τις βλέπεις να φτάνουν ως την Εμμανουήλ Μπενάκη!». Βέβαια, η χαρά της επιτυχημένης ανακαίνισης δεν κράτησε πολύ διότι η αίθουσα κάποια στιγμή έπιασε φωτιά και από το 1992 ως το 1994 ανακαινίστηκε από το μηδέν αποκτώντας τη μορφή που όλος ο κόσμος που την επισκεπτόταν ήξερε μέχρι το κλείσιμό της. «Αλλά τα βγάλανε πέρα τα παιδιά κι εγώ στάθηκα δίπλα τους, γιατί τους αγαπούσα και τους αγαπώ ακόμα και το πονούσα αυτό το ρημάδι το Ιντεάλ. Γιατί ήταν το σπίτι μου, ρε Γιαννάκη!».
Η ώρα έχει περάσει, ο Λάζαρος και η κόρη του εξακολουθούν να τρώνε, όμως εγώ πρέπει να φύγω. Σηκώνομαι διακριτικά και πηγαίνω στη Λίντα για να πληρώσω τον λογαριασμό όπως είχαμε συμφωνήσει από την αρχή ότι θα κάνω. Προς έκπληξή μου μαθαίνω ότι είναι ήδη πληρωμένος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τους αλλάξω γνώμη, αλλά είναι ανέφικτο.
«Γιαννάκη μου, άσ’ το», μου λέει χαμογελώντας ο Λάζαρος. «Το καλό που μου έκανες φέρνοντάς με εδώ για αυτή την κουβέντα, για αυτό το τραπέζι, δεν πληρώνεται με τίποτα. Στην υγειά σου, παιδί μου, και σε ευχαριστώ πολύ». Τον κοιτάζω χωρίς να μπορώ να πω κάτι…