Οι γαλλικές εκλογές με το σασπένς των δύο γύρων, και τα διαφορετικά αποτελέσματά τους, επιβεβαίωσαν την πολιτική και ιδεολογική αβεβαιότητα που κυριαρχεί εδώ και αρκετά πλέον χρόνια στις δυτικές δημοκρατίες. Η αβεβαιότητα εκφράζεται με την έντονη πολιτική και συναισθηματική πόλωση, τη διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης, τη ρευστότητα και τους μετασχηματισμούς των παραδοσιακών παραταξιακών ταυτοτήτων. Αριστερά, Κέντρο, Δεξιά γίνονται χώροι και ταυτότητες σε κίνηση είτε αναδιαμόρφωσης, είτε υπέρβασης, είτε νέων συμπλέξεων. Δεν υπάρχει τίποτα πρωτότυπο σε αυτό. Οταν αλλάζουν οι ιστορικές εποχές και μεταβάλλονται τα μέτωπα σύγκρουσης βάσει των οποίων είχε συγκροτηθεί το προηγούμενο πολιτικοκομματικό τοπίο, οι ταυτότητες επαναπροσδιορίζονται μέσα από μια διαδικασία αλλαγών και συνεχειών. Εμφανίζονται νέες προτεραιότητες και ανάγκες που η Πολιτική, οι ηγεσίες και τα κόμματα καλούνται να θεωρητικοποιήσουν και να αντιμετωπίσουν. Η νοηματοδότηση ούτε ήταν ούτε σήμερα είναι μονοδιάστατη, αντιθέτως συνδύαζε κοινωνικές – ταξικές και πολιτισμικές επιλογές. Ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι πολιτικές παρατάξεις πρωταγωνίστηκαν στη νεότερη ιστορία μας όταν όρισαν και επιτέλεσαν έναν εθνικό στόχο πολύ ευρύτερο των οικονομικοκοινωνικών διεκδικήσεων.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σε τέτοια εποχή αλλαγών ζούμε, και η πολιτική – κομματική ζωή των δυτικών δημοκρατιών μάς το διαβεβαιώνει. Πράγματι, ο νέος μεταδιπολικός κόσμος μετά το 1989 και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ευνόησαν την εμφάνιση νέων κομμάτων ή συχνότερα την ισχυροποίηση ήδη υπαρκτών αλλά περιθωριακών ως τότε σχηματισμών. Συνήθως ήταν ακροδεξιά κόμματα με χαρακτηριστικές περιπτώσεις την Αυστρία, την Ολλανδία, τις σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία και βεβαίως την Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν στη Γαλλία. Ξεχωριστή συζήτηση θα πρέπει να γίνει για το κόμμα «Αδέλφια της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι που ας μην το ξεχνάμε, ιδρύθηκε μόλις το 2011, πήρε 1,96% στις εκλογές του 2013, 4,35% το 2018 και 26% το 2022, και το ευκταίο είναι η ρυμούλκησή του στον ευρωπαϊκό συντηρητικό κανόνα παρά στην Ακροδεξιά – πόσω μάλλον που εκπροσωπεί μια μεγάλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αντιθέτως στα μέρη μας, δηλαδή στη Νότια Ευρώπη, η κομματική αναδιάταξη εκφράστηκε πρωτίστως με την ενίσχυση κομμάτων λαϊκιστικής ή ριζοσπαστικής Αριστεράς. Το ενδιαφέρον φαινόμενο εν προκειμένω είναι η ταχεία πτώση και φθορά τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Podemos, το πορτογαλικό αριστερό Blocco, αλλά και το κόμμα «Πέντε Αστέρια» στην Ιταλία, ανέτειλαν και έδυσαν σε ελάχιστο με ιστορικούς όρους μιλώντας χρόνο. Η αναζήτηση του «γιατί» θα ήταν μια καλή αφετηρία αντί των συγκολλητικών προτάσεων που κυκλοφορούν στη χώρα μας.

Κατά τις κρατούσες ερμηνείες, οι αιτίες της ανόδου της Ακροδεξιάς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, είναι κοινές κατά μεγάλο μέρος: οι κοινωνικές ανισότητες, η φθορά των κοινών αγαθών και των δημόσιων υπηρεσιών, η κοινωνική ανασφάλεια και επισφάλεια λόγω παγκοσμιοποίησης. Η Ακροδεξιά εντάσσει αυτές τις αιτίες σε ένα πλαίσιο εθνικής αναδίπλωσης και ευρωσκεπτικισμού, ξενοφοβίας και αντιμεταναστευτικού λόγου, καταγγελίας των φιλελεύθερων ελίτ. Η ριζοσπαστική Αριστερά ευτύχησε ως κόμμα διαμαρτυρίας για την οικονομική κρίση την οποία ενέτασσε σε έναν πλαίσιο πολεμικής κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αποδοχής των ανοιχτών συνόρων και προώθησης του «δικαιωματισμού». Σχηματικά αλλά όχι αυθαίρετα μιλώντας, τα ακροδεξιά κόμματα ενσωμάτωσαν την οικονομικοκοινωνική δυσπραγία σε ένα πλαίσιο κυρίως εθνοκοινοτισμού, ενώ τα ακροαριστερά σε ένα πλαίσιο κυρίως ταξικού αντικαπιταλισμού και ατομισμού. Μετά το τέλος της οξείας οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008, φαίνεται ότι πολιτικά – εκλογικά το εθνοκοινοτιστικό πλαίσιο των ακροδεξιών απέδωσε περισσότερο από το ακροαριστερό. Υπό μία έννοια, το γεγονός αποτελεί μικρογραφία μιας ευρύτερης διαπίστωσης: στη νεωτερικότητα, στη νεότερη εποχή δηλαδή, το Εθνος αποδείχθηκε ισχυρότερη συλλογική ταυτότητα από την Κοινωνική Τάξη. Σε κάθε περίπτωση, η Ακροδεξιά έχει εγκατασταθεί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες (στην Ελλάδα η μόνη σοβαρή εκδοχή της ήταν η Χρυσή Αυγή) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες οδεύουν στον φασισμό – τέτοιες ιστορικές συγκρίσεις με τον Μεσοπόλεμο είναι εκτός τόπου και χρόνου. Οπωσδήποτε όμως η φιλελεύθερη δημοκρατία υφίσταται μια καθαρή υποβάθμιση, πόσω μάλλον που αρκετά ακροδεξιά κόμματα είναι υποχείρια των εξωδυτικών αυταρχικών καθεστώτων και ιδεολογιών.

Και το Κέντρο; Υπάρχει εκεί, κάπου ανάμεσα στη φθίνουσα λαϊκιστική Αριστερά και την εγκατεστημένη Ακροδεξιά; Εξαρτάται πώς το εννοεί κανείς, δεδομένου μάλιστα ότι σημαίνει διαφορετικά πράγματα στις διαφορετικές χώρες. Λίγες είναι οι χώρες και οι περίοδοι που το Κέντρο ταυτίζεται με ένα κόμμα – όπως ως πρόσφατα με το κόμμα του Μακρόν. Συνηθέστερος είναι ο προσδιορισμός του Κέντρου ως «μεσαίου χώρου», γεγονός που προϋποθέτει δύο ισχυρούς εκατέρωθεν πολιτικούς πόλους Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά – τέτοια ήταν η περίπτωση του ελληνικού μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Ωστόσο, ο όρος «μεσαίος χώρος» παραπέμπει κατά κανόνα στην ιδέα ενός προφίλ μετριοπαθών, ορθολογικών, κομματικά παιζόμενων ή με μικρό ενδιαφέρον για την πολιτική, πολιτών – εκλογέων που επιλέγουν στο πλαίσιο ενός ειρηνεμένου κεντρομόλου κομματικού ανταγωνισμού. Αυτή η κομματική τοπογραφία και ορολογία του Κέντρου αντιστοιχούσε στην εποχή του «τέλους της Ιστορίας» όταν η Δύση και η φιλελεύθερη δημοκρατία είχαν νικήσει, ο καπιταλισμός παγκοσμιοποιούνταν και η εθνική πολιτική αντιμετωπιζόταν σαν επιβεβλημένη προσαρμογή σε αυτό το γενικώς παραδεκτό πλαίσιο.

Η διαφορά με το σήμερα είναι χαώδης. Η «Ιστορία έχει επιστρέψει», οι ανταγωνισμοί έχουν οξυνθεί, η Δύση υποχωρεί και προσπαθεί να ανασυνταχθεί, ο καπιταλισμός δεν παράγει γενική ευημερία και ανοδική κινητικότητα, η κλιματική κρίση και οι τεχνολογικές εξελίξεις προκαλούν υπαρξιακή ανασφάλεια σε ευρύτατα στρώματα. Τώρα η δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη αλλά μαχόμενη, έναντι εσωτερικών και εξωτερικών αντιπάλων. Τώρα ο ατομισμός πρέπει να έρθει σε μια δύσκολη ισορροπία με το κοινό καλό, η ατομική ελευθερία με την κοινωνική ευθύνη. Τώρα η υποκρισία περί το Μεταναστευτικό είτε πρόκειται για τις αφέλειες των ανοιχτών συνόρων είτε την ξενοφοβία, πρέπει να τελειώσει καθώς η οργανωμένη μετανάστευση είναι αναγκαία σε μια ήπειρο που γερνάει και δεν έλκεται από «ταπεινές» εργασίες. Τώρα το κράτος δεν είναι απλός ρυθμιστής, αλλά στρατηγικό κέντρο για τον αναπτυξιακό προσανατολισμό της οικονομίας. Τώρα η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να μείνει απλή οικονομική οντότητα, αλλά πρέπει να γίνει βασικός γεωπολιτικός παίκτης. Ολα αυτά δεν είναι πρόγραμμα ενός κόμματος. Είναι ένα ιδεολογικό, αξιακό και πολιτικό πλαίσιο το οποίο πρέπει να εδραιωθεί, δηλαδή να υιοθετηθεί από μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία και από τα βασικά κόμματα. Υπό αυτή την έννοια το Κέντρο σήμερα δεν είναι χώρος, αλλά αγώνας για μια νέα ιδεολογική ηγεμονία, για την ανασύνταξη του «κοινού νου» και την αναζωογόνηση της δημοκρατίας. Παλαιότερα, είχε χρησιμοποιηθεί ο όρος «ζωτικό Κέντρο», όχι για να ορίσει κάποιο κόμμα, αλλά για να περιγράψει το εγχείρημα του New Deal του Ρούσβελτ – δηλαδή έναν γόνιμο δυναμικό συμβιβασμό Καπιταλισμού και Δημοκρατίας, που θεμελίωσε τη φυσιογνωμία των δυτικών κοινωνιών για δεκαετίες. Ανάλογης ιστορικής σημασίας και προοπτικής είναι το σημερινό στοίχημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι δυτικές κοινωνίες.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο