Κέρδισε άραγε η Αριστερά τις πρόσφατες εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία; Η απάντηση δεν είναι δυνατόν να είναι καταφατική, και, ακόμα λιγότερο, εξαγώγιμη.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Εργατικοί ήρθαν καθαρά πρώτοι, αλλά δεν κατήγαγαν εκλογικό θρίαμβο, καθώς πήραν χαμηλότερο ποσοστό και λιγότερες ψήφους από ό,τι στην ήττα του 2017. Ούτε μπορούν να χαρακτηριστούν, στη σημερινή υπό τον Κιρ Στάρμερ εκδοχή τους, ως αριστερό κόμμα: πρόκειται για σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα και μάλιστα στη βρετανική, δηλαδή πραγματιστική και αποϊδεολογικοποιημένη, μορφή του. Οι Εργατικοί κέρδισαν για τρεις κυρίως λόγους: λόγω του εκλογικού συστήματος (το 34% των ψήφων τους έδωσε το 63% των εδρών), λόγω πάνδημης αποδοκιμασίας των Συντηρητικών που είχαν κυβερνήσει επί 14 χρόνια και είχαν φέρει τη Βρετανία σε απελπιστική κατάσταση και λόγω της «λείανσης» της ιδεολογίας και της εικόνας τους: ακριβώς επειδή το Εργατικό Κόμμα και ο Στάρμερ δεν ήταν και δεν έλεγαν ότι είναι αριστεροί, μπορούσαν να ψηφιστούν, έστω χωρίς ενθουσιασμό, από κάθε πολίτη που ήθελε να γυρίσει σελίδα. Αυτό δεν καθιστά τη νίκη λιγότερο σημαντική, ούτε αφαιρεί από τους νικητές την υποχρέωση να κάνουν τη διαφορά: το «αγγλικό παράδοξο» είναι ότι ένα μετριοπαθές κόμμα ενός πολύ μετριοπαθούς, στα λόγια, πρωθυπουργού πήρε εντολή για βαθιά αλλαγή. Στο δύσκολο αυτό έργο, η νέα κυβέρνηση και ο επικεφαλής της έχουν, αλλά πρέπει και να αποδείξουν στην πράξη, ένα μεγάλο ατού: ο πραγματισμός τους δεν σημαίνει έλλειψη τόλμης. Οι Εργατικοί μπορεί να μην ανήκουν, με ιδεολογικά κριτήρια, στην Αριστερά, έχουν όμως στόχο να κυβερνήσουν και να μεταρρυθμίσουν με τρόπο που κανένα δεξιό ή κεντροδεξιό κόμμα θα σκεφτόταν ή θα μπορούσε.
Στη Γαλλία τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα. Η Αριστερά, έστω και υπό το σχήμα ενός ετερογενούς και καθαρά εκλογικού μετώπου, δεν κέρδισε καν στη λαϊκή ψήφο, ούτε στον πρώτο ούτε στον δεύτερο γύρο. Η κοινοβουλευτική της επικράτηση, πολύ μακριά από μια κυβερνητική πλειοψηφία, οφείλεται και εδώ κατά βάση στο εκλογικό σύστημα: λόγω της λεγόμενης «τακτικής ψήφου» και αποσύρσεων υποψηφίων, ώστε η Ακροδεξιά να έχει σχεδόν παντού απέναντί της έναν μόνο αντίπαλο, το 26% στη λαϊκή ψήφο έδωσε περισσότερες έδρες από όσες πήρε μια Ακροδεξιά με 37%. Κρίσιμη ήταν, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η αποδοκιμασία των Συντηρητικών οφειλόταν στα κυβερνητικά τους πεπραγμένα και όχι στο ιδεολογικό προφίλ τους, η απέχθεια και ο φόβος που συνεχίζει να προκαλεί στη μεγάλη πλειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας η Ακροδεξιά και η ηγέτις της. Πάντως ούτε το νέο Λαϊκό Μέτωπο μπορεί να χαρακτηριστεί αμιγώς αριστερό: δεν είναι κόμμα, οι Σοσιαλιστές και οι Πράσινοι δεν έχουν καμία ιδεολογική συγγένεια με τους «Ανυπότακτους» και τους κομμουνιστές, στα δε μάτια της κοινωνίας, αλλά και του γάλλου προέδρου που θα έχει τον καθοριστικό λόγο, αν το Μέτωπο θέλει να κυβερνήσει θα πρέπει να αφήσει απέξω τα ριζοσπαστικά, αριστερά υπό στενή έννοια, στοιχεία και πρόσωπα. Στα καθ’ ημάς όλα αυτά μεταφράζονται ως εξής: ούτε τον δρόμο δείχνουν οι βρετανικές και οι γαλλικές εκλογές για έναν συνασπισμό των αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων, ούτε, ακόμα λιγότερο, αποδεικνύουν, όπως είπε και θα ήθελε να συμβαίνει η κυβέρνηση, ότι δεν υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Στο μέτρο που εμφανιστεί μια Αριστερά της ευθύνης, της πράξης και των ουσιαστικών αλλαγών, ο διαχωρισμός είναι εξαιρετικά επίκαιρος και αναγκαίος.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος