«Για να με βλέπετε μαζί με τον Μελανσόν, τα πράγματα στη Γαλλία είναι πολύ σοβαρά»: η φράση του Φρανσουά Ολάντ, κατά τη διαδικτυακή του τοποθέτηση στη Διάσκεψη του Ινστιτούτου του Αλέξη Τσίπρα, ήταν ενδεικτική του πόσο παράξενο φαίνεται, ακόμα και για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του, το εγχείρημα του ενωμένου προοδευτικού χώρου στη Γαλλία – και πόσο απροσδόκητη ήταν για το Νέο Λαϊκό Μέτωπο η πρωτιά στον δεύτερο γύρο των εκλογών, όταν μέχρι πριν από έναν μήνα οι δυνάμεις που το σχημάτισαν (σχεδόν εν μια νυκτί) ζούσαν σε καθεστώς παρατεταμένης κόντρας η μία με την άλλη.
Η ατζέντα της δημοφιλούς ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης, όμως, σε συνδυασμό με τη ριψοκίνδυνη επιλογή του Εμανουέλ Μακρόν να στείλει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, έφερναν τη χώρα για πρώτη φορά πάρα πολύ κοντά στην επικράτηση της Ακροδεξιάς. Ως απάντηση, αριστεροί, σοσιαλιστές και πράσινοι συμφώνησαν αναπάντεχα σε βασικούς προγραμματικούς άξονες, συμφώνησαν σε κοινά ψηφοδέλτια και, τελικά, το αποτέλεσμα τους δικαίωσε στην κάλπη.
Προσωπικές ή πολιτικές οι διαφορές;
Θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί και στην Ελλάδα, μεταξύ κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ; Το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο και αυτή τη στιγμή συζητείται, ενόψει εσωκομματικών διεργασιών, μόνο ως υπόθεση. Στη θεωρία, όμως, χωρίς τον κίνδυνο της ακροδεξιάς απειλής και χωρίς άμεσες εκλογές, τρεις δρόμοι θα μπορούσαν να ακολουθηθούν: ο πρώτος αυτός του μετώπου, όπως ακριβώς στη Γαλλία, ο δεύτερος αυτός του συνασπισμού κομμάτων, σε μια εξελιγμένη έκδοση του Κινήματος Αλλαγής, που ωστόσο λόγω εκλογικού νόμου χάνει το μπόνους των εδρών, και ο τρίτος (ο πιο δύσκολος) αυτός του ενιαίου κόμματος, που λόγω δεδομένων και αντικειμενικών συνθηκών θα επέβαλλε σοβαρές, αμοιβαίες υποχωρήσεις – σε μια στιγμή που και οι δύο πλευρές προετοιμάζονται να έχουν το πάνω χέρι, αν και όποτε ξεκινήσει αυτή η συζήτηση.
Οι θιασώτες των συγκλίσεων, πέραν του επιχειρήματος της ανισομέρειας του πολιτικού συστήματος μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης που κάπως πρέπει να ξεπεραστεί, μιλούν επίσης και για προγραμματική εγγύτητα – σε βασικά κοινοβουλευτικά σημεία της προηγούμενης περιόδου, όπως οι αλλαγές στα ΑΕΙ, η επιστολική ψήφος και τα ομόφυλα ζευγάρια, αλλά και σε δέσμες προτάσεων για τη στέγαση και το ιδιωτικό χρέος, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ να ξεκίνησαν από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά τελικά κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Αντιθέτως, εκείνοι που διαφωνούν με την πιθανότητα ή τη δυνατότητα για συνεργασία περιγράφουν ως βασικό πρόβλημα τη διαφορετική πορεία των κομμάτων την περίοδο της κρίσης, μιλώντας για συμπεριφορές και πολιτικά τραύματα που δεν έχουν ακόμα συζητηθεί, άρα δεν έχουν κλείσει.
ΠΑΣΟΚ, Σοσιαλιστές και Εργατικοί
Το ΠΑΣΟΚ είναι ίσως το σημείο-κλειδί σε όλη τη συζήτηση περί σύγκλισης – και όχι άδικα. Παρότι οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει πια, οι τελευταίες έρευνες δείχνουν πως στο κόμμα υπάρχει ακόμα ένα σημαντικό κομμάτι της βάσης που δεν επιθυμεί συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ – μικρότερο μεν, αλλά αρκετά ισχυρό ώστε οι επιλογές του ή ακόμα και η απομάκρυνσή του από το κομματικό του σπίτι να προξενήσει ζημιά στον σημερινό ή τον επόμενο πρόεδρο του κόμματος. Οι σημερινοί υποψήφιοι επί της ουσίας πρέπει να επιλέξουν σε ποιο από τα δύο κομμάτια θα απευθυνθούν, γνωρίζοντας πως η επιλογή μπορεί να είναι πρόσκαιρη, μέχρι την κάλπη του Οκτωβρίου δηλαδή, ή μακρόπνοη, ένα συμβόλαιο τιμής που σφραγίζεται στην κάλπη για την επόμενη ημέρα του ΠΑΣΟΚ, μετά τον εορτασμό των πενήντα χρόνων ύπαρξης. Καθόλου εύκολο το εγχείρημα, ωστόσο δεν είναι λίγα τα κεντροαριστερά στελέχη όλων των τάσεων που εκτιμούν πως όλο αυτό «καλύτερα να γίνει τώρα, με αφορμή τις εσωκομματικές», ώστε να μην προκληθεί ζημιά που δεν θα υπάρχει χρόνος να αντιστραφεί αργότερα μέσα στην τριετία και έως το 2027. Οι βασικοί διεκδικητές της κούρσας με βάση τις δημοσκοπήσεις (Νίκος Ανδρουλάκης, Χάρης Δούκας και Παύλος Γερουλάνος) έχουν ήδη αρχίσει να τοποθετούνται στην κλίμακα αυτή, ενώ το ίδιο αναμένεται να κάνει από την αρχή και η Αννα Διαμαντοπούλου.
Στην πραγματικότητα, το ΠΑΣΟΚ έχει δύο παραδείγματα στα οποία μπορεί να «πατήσει»: το πρώτο είναι αυτό των γάλλων Σοσιαλιστών, η παρουσία των οποίων εκτιμάται πως έκανε το Νέο Λαϊκό Μέτωπο να φαίνεται προσιτό και σε ένα πιο μετριοπαθές ακροατήριο – όσοι υποψήφιοι του δεύτερου γύρου προέρχονταν από τους Σοσιαλιστές κέρδισαν όλοι την έδρα τους. Ηταν, ωστόσο, η επιλογή τους να συνεργαστούν που συνέβαλε σε αυτή την άνοδο και τώρα έχουν αρκετή δύναμη εντός του συνασπισμού, ώστε οι αποφάσεις που θα πάρουν να απαιτούν τη συγκατάθεσή τους, εξού και η πρώτη αίσθηση «ασυμφωνίας» που έχει προκύψει για το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Το δεύτερο παράδειγμα είναι οι βρετανοί Εργατικοί, καθώς η νίκη τους στις τελευταίες εκλογές ήρθε με έναν έμπειρο πολιτικό στο τιμόνι, που δεν κατατάσσεται στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος – κι αυτός, ωστόσο, έδωσε μάχη για να μη θεωρηθεί διάδοχος του Τόνι Μπλερ, αναμορφώνοντας το κόμμα του στις επιταγές της εποχής και χρησιμοποιώντας τις αλλαγές που εφάρμοσε ως παράδειγμα του τι πρέπει να συμβεί και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ολοι οι υποψήφιοι για την ηγεσία μπορούν, με κάποιον τρόπο, να δουν τον εαυτό τους τόσο στο ένα όσο και στο άλλο παράδειγμα. Αν η κουβέντα τους μήνες που έρχονται γίνει πολιτική, θα φανεί και ποια γωνία έχουν επιλέξει να αναδείξουν.