«Τουρίστες, go home!» Το σύνθημα που κυριαρχεί στις – ολοένα πιο πυκνές – εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που πραγματοποιούνται σε πόλεις της Ευρώπης, οι οποίες κυριολεκτικά στενάζουν από το φαινόμενο του υπερτουρισμού, μοιάζει να παραπέμπει στο αντίστοιχο που δονούσε την ατμόσφαιρα κατά τις αντιαμερικανικές διαδηλώσεις των προηγούμενων δεκαετιών. Φαίνεται λοιπόν ότι ο… ιμπεριαλισμός των τουριστών και οι ντόπιοι «συνεργάτες» τους αντιμετωπίζονται από τους κατοίκους τους ως μια εξίσου μεγάλη απειλή για τις ζωές τους, τις οποίες έχουν ήδη αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, σε πολλά επίπεδα.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι από τη Βαρκελώνη μέχρι τη Μάλαγα, από τη Βενετία μέχρι τη Φλωρεντία, από το Αμστερνταμ μέχρι το Ντουμπρόβνικ και από τον Ατλαντικό μέχρι τη Μεσόγειο και τις όχθες του Δούναβη, χιλιάδες άνθρωποι έχουν αποφασίσει πως τα κακά του τουρισμού είναι πλέον περισσότερα από τα καλά του. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι πολλοί σπεύδουν να υπενθυμίσουν ότι εάν τα έσοδα από τον τουρισμό μειωθούν, τότε, ειδικά σε ορισμένες χώρες και πόλεις, η δημοσιονομική τρύπα θα είναι τεράστια και πολύ δύσκολα θα καλυφθεί.

Οι διαμαρτυρόμενοι όμως, διαπιστώνοντας ότι η καθημερινότητά τους έχει δυσκολέψει – από τη μετακίνηση και την έλλειψη διαθέσιμων διαμερισμάτων για μακροχρόνια ενοικίαση μέχρι την αύξηση του κόστους ζωής και την ένταση της λειψυδρίας –, δεν πτοούνται και δεν διστάζουν να φωνάξουν «ως εδώ». Ασκώντας, παράλληλα, κάθε δυνατή πίεση προς κυβερνήσεις και τοπικές αρχές προκειμένου να λάβουν μέτρα. Ενίοτε, δε, προχωρούν και σε συμβολικές (για την ώρα, τουλάχιστον) κινήσεις οι οποίες έχουν στόχο τους ίδιους τους τουρίστες. Οπως, για παράδειγμα, η επίθεση με νεροπίστολα που δέχθηκαν στη Βαρκελώνη το περασμένο Σάββατο ή η εκστρατεία με ενημερωτικά φυλλάδια και ψηφιακά μηνύματα που έχει στόχο να τους προειδοποιήσει πως εάν τελικώς επιλέξουν να επισκεφθούν την πόλη τους ίσως δεν περάσουν και τόσο καλά…

Εκκλήσεις και απαγορεύσεις. Στο Ντουμπρόβνικ της Κροατίας, την ίδια στιγμή, βρίσκεται σε εξέλιξη μια άλλη εκστρατεία, η οποία έχει τίτλο «Σεβαστείτε την πόλη» και, μέχρι στιγμής, συνιστά μια έκκληση προς τα εκατομμύρια των επισκεπτών της. Στο πλαίσιό της, οι τουρίστες καλούνται, ανάμεσα στα άλλα, να μη σκαρφαλώνουν στα μνημεία της, να κρατούν στα χέρια τις βαλίτσες και να μην τις σέρνουν στα πλακόστρωτα και πέτρινα σοκάκια επειδή προκαλείται έντονος και διαρκής θόρυβος, καθώς και να ντύνονται ευπρεπώς ώστε να μην προκαλούν τους κατοίκους.

Στο ίδιο φόντο, στην Ιταλία, η δημοτική αρχή της ξακουστής σε όλον τον κόσμο Βενετίας έγινε η πρώτη που επέβαλε από φέτος – αν και πειραματικά σε πρώτη φάση – εισιτήριο της τάξης των 5 ευρώ στους ημερήσιους επισκέπτες της (υπολογίζονται σε περίπου 40.000 τις ημέρες αιχμής). Κάτι ανάλογο σχεδιάζουν να κάνουν οι Αρχές της λίμνης Κόμο, που είναι η τρίτη μεγαλύτερη στη χώρα και αποτελεί άλλον έναν δημοφιλή τουριστικό προορισμό, ενώ από το 2016 μέχρι σήμερα ο αριθμός των τουριστικών καταλυμάτων και κλινών έχει αυξηθεί κατά 673%.

Στην πρωτεύουσα της Ολλανδίας, επίσης, έχει ξεκινήσει από την άνοιξη μια εκστρατεία που έχει στόχο να αποθαρρυνθούν να επισκεφθούν την πόλη εκείνες οι ομάδες των τουριστών που θεωρούνται εκ των προτέρων ύποπτοι ταραξίες. Τα σχετικά βίντεο που περιλαμβάνει τους προειδοποιούν για τον κίνδυνο που θα διατρέξουν να τους επιβληθούν πρόστιμα, να μεταφερθούν σε νοσοκομεία για αποτοξίνωση από το αλκοόλ ή και να τους «μαυρίσει» το ποινικό μητρώο.

Παράλληλα, οι Αρχές της πόλης έχουν προχωρήσει σε σειρά ρυθμίσεων με στόχο να αποφορτιστεί η – ασφυκτική κατά περιόδους – κατάσταση που δημιουργεί η παρουσία των τουριστών: κλείσιμο των μπαρ στις 2 μετά τα μεσάνυχτα αντί στις 4, απαγόρευση δημόσιας κατανάλωσης κάνναβης στις γειτονιές των «κόκκινων φαναριών», μη χορήγηση αδειών για κατασκευή νέων ξενοδοχείων στο κέντρο, καθώς και δραστικός περιορισμός του αριθμού των κλινών που διατίθενται μέσω της πλατφόρμας Airbnb.

βραχυχρόνια μίσθωση. Αυτή η τελευταία πλευρά μάλιστα αναδεικνύεται ως μία από τις πλέον επίμαχες και ταυτόχρονα περίπλοκες στην αντιμετώπιση του προβλήματος, καθώς εκτιμάται πως η έκρηξη των μισθώσεων έχει συμβάλει καθοριστικά στο φαινόμενο του υπερτουρισμού. Για τον λόγο αυτόν εφαρμόζεται και μελετάται μια ευρεία γκάμα ρυθμίσεων, από ήπιες μέχρι πολύ ριζικές, που φτάνουν ως και την απαγόρευση των μισθώσεων.

Στο Βερολίνο, για του λόγου το αληθές, υπάρχει ήδη ετήσιο όριο 90 ημερών για βραχυχρόνια μίσθωση δεύτερης κατοικίας, ενώ στο Παρίσι αυτό αφορά την πρώτη κατοικία και έχει οριστεί στις 120 ημέρες, με παράλληλη θέσπιση φορολογικών αντικινήτρων ώστε να περιοριστεί ο αριθμός των σχετικών καταχωρίσεων στις πλατφόρμες. Από την άλλη, η Φλωρεντία έχει απαγορεύσει πλήρως τη βραχυχρόνια μίσθωση στο ιστορικό κέντρο, μέτρο που έχει προαναγγείλει από τον Ιούνιο και ο δήμαρχος της Βαρκελώνης, η οποία χαρακτηρίζεται μία από τις πιο επιβαρυμένες πόλεις της Ευρώπης, έχοντας θέσει το 2028 ως πιθανό έτος για την έναρξη της εφαρμογής του.

Η λίστα με τα μέτρα και τα σχέδια είναι προφανώς ατελείωτη, με το πρόβλημα να εντείνεται, αφού ο αριθμός των τουριστών έχει επιστρέψει στα προ COVID επίπεδα, αν δεν τα έχει ήδη ξεπεράσει. Παράλληλα δε με αυτά πυκνώνουν και οι ενστάσεις για τη σκοπιμότητά τους. Ιδού ένα ερώτημα το οποίο είναι εύλογο (στο οποίο πάντως πιθανότατα ποτέ δεν θα δοθεί πειστική απάντηση): Αντί να θιγούν οι μικροϊδιοκτήτες, οι οποίοι κατάφεραν με το μοντέλο της βραχυχρόνιας μίσθωσης να συμπληρώσουν το εισόδημά τους και να το φέρουν σε αξιοπρεπή επίπεδα, γιατί να μην μπουν στο στόχαστρο εκείνοι – ιδιώτες και εταιρείες – που εκμεταλλεύονται το υπάρχον νομικό και φορολογικό πλαίσιο για να δημιουργήσουν στην ουσία νέες ξενοδοχειακές μονάδες με τον «μανδύα» κάποιας πλατφόρμας;

SOS από τους πολυδιαφημισμένους «ελληνικούς παραδείσους»

Μύκονος, Σαντορίνη, Πάρος, Σέριφος αλλά και Αθήνα είναι μερικοί από τους προορισμούς που αποτελούν διαχρονικά πόλο έλξης για επισκέπτες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο τουρισμός έχει καθιερωθεί ως η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας και εσχάτως έχει αποτελέσει έναν τρόπο για πολλούς συμπολίτες μας – είτε επιχειρηματίες είτε ιδιώτες ιδιοκτήτες κατοικιών – να συμπληρώσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό μέσω των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης. Ωστόσο, η μεγάλη εισροή τουριστών κάθε χρόνο δεν έρχεται χωρίς κόστος. Η υπερφόρτωση σημαντικών τοπικών υποδομών είναι μία μόνο πτυχή.

Τα απότοκα του υπερτουρισμού έχουν ήδη αρχίσει να αφήνουν το στίγμα τους στους πολυδιαφημισμένους «ελληνικούς παραδείσους». Σημαντικότερο όλων, η λειψυδρία, ένα χρόνιο πρόβλημα της χώρας μας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των κλιματικών συνθηκών – ιδίως για τα νησιά –, που πλέον επιδεινώνεται ραγδαία και από την αυξημένη κατανάλωση που απαιτούν οι ορδές των διεθνών επισκεπτών. Η ζήτηση νερού κατά την τουριστική περίοδο συχνά οδηγεί σε ελλείψεις και διακοπές της υδροδότησης, με άμεσες επιπτώσεις για την τοπική κοινωνία, την οικονομία, τον πρωτογενή τομέα και την ποιότητα ζωής των μόνιμων κατοίκων.

Προειδοποιήσεις. Αντίστοιχα, η αυξημένη ζήτηση για ενέργεια, η παραγωγή απορριμμάτων και η ρύπανση της θάλασσας και της ατμόσφαιρας επιβαρύνουν το φυσικό περιβάλλον. Ετσι, προειδοποιούν ειδικοί και οργανώσεις, δεν αποκλείεται στο κοντινό μέλλον να λυθεί… από μόνο του το πρόβλημα του υπερτουρισμού, αφού δημοφιλείς προορισμοί της χώρας κινδυνεύουν να καταστούν μη βιώσιμοι και συνεπώς μη ελκυστικοί. «Δεν καταλαβαίνουμε ότι αν αλλοιωθεί ή εξαφανιστεί το φυσικό περιβάλλον κινδυνεύει η υγεία μας. Και λυπάμαι, γιατί η Πολιτεία δεν φαίνεται να καταλαβαίνει τι σημαίνει καταστροφή του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Θα γίνει, όμως, αντιληπτό όταν ο υπερτουρισμός, όπως είναι αναμενόμενο, οδηγήσει τελικά στην ανεπανόρθωτη αλλοίωση των προορισμών και στην απομάκρυνση των τουριστών. Μέσω δημοσιευμάτων που εμφανίζονται όλο και συχνότερα στον διεθνή Τύπο οι αναγνώστες παροτρύνονται να μην επισκέπτονται νησιά “πρώτης γραμμής”, όπως η Σαντορίνη και η Πάρος. Εσχάτως, δε, και η Αθήνα περιλαμβάνεται στους προορισμούς προς αποφυγή», εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Ελένη Μαΐστρου, αρχιτέκτων και ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Ελληνική ιδιομορφία

Η ίδια επισημαίνει ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει στην Ελλάδα – «και είναι αμφίβολο πότε θα υπάρξει στο μέλλον» – ένας στιβαρός χωροταξικός σχεδιασμός, ο οποίος θα ορίζει τις επιτρεπόμενες χρήσεις και την επιτρεπόμενη δόμηση εκτός σχεδίου. «Συνολικά αυτό αποτελεί άλλη μία ελληνική ιδιομορφία. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν υπάρχει καν ο όρος “εκτός σχεδίου δόμηση”. Σήμερα, σε ορισμένα νησιά, η εκτός σχεδίου περιοχή έχει γίνει αστικός χώρος».

Και στο κλεινόν άστυ, όμως, το πρόβλημα του υπερτουρισμού είναι εξίσου οξύ. Το Κουκάκι και η Πλάκα είναι οι δύο γειτονιές του κέντρου της Αθήνας που έχουν αδειάσει από… γηγενείς κατοίκους τους, λόγω μίας σειράς παραγόντων, με κυριότερο το αδικαιολόγητο ύψος των ενοικίων. «Δεν βρίσκει κανείς πλέον σπίτι στο κέντρο. Η διαμονή των τουριστών θα έπρεπε να διαχυθεί σε έναν ευρύτερο χώρο της πόλης, πέραν του ιστορικού κέντρου, αλλά και να διαμοιραστεί σε περισσότερους μήνες του χρόνου. Οι επισκέπτες μπορούν να πάνε στην Ακρόπολη και στα μουσείο μένοντας και σε άλλες περιοχές της πόλης, εφόσον υπάρχει διασύνδεση μέσω των αστικών συγκοινωνιών. Βέβαια, όλα αυτά απαιτούν συγκεκριμένο σχεδιασμό από την πλευρά της Πολιτείας», καταλήγει με νόημα η Ελένη Μαΐστρου.