Η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης για μεγάλα ευρωπαϊκά έργα, αλλά χωρίς επιχορηγήσεις, μόνο με δάνεια και με πιο ομοιόμορφη κατανομή των κονδυλίων μεταξύ πλούσιων και φτωχότερων κρατών-μελών, δηλώνει στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Νιλς Τίγκεσεν, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (EFB).

Ο δανός οικονομολόγος εκφράζει ανησυχία για τη δημοσιονομική πορεία της Γαλλίας, ενώ για την Ελλάδα επισημαίνει ότι αν και είναι χώρα με υψηλό χρέος δεν χρειάζεται επιπλέον προσαρμογή από αυτή που ήδη κάνει, καθώς το έλλειμμα είναι μικρό και το χρέος έχει ήδη μπει σε τροχιά ουσιαστικής μείωσης.

Πώς αξιολογείτε την κατάσταση στη Γαλλία; Ανησυχείτε ότι θα καθυστερήσει η δημοσιονομική εξυγίανση;

Η Γαλλία είναι μία από τις έξι χώρες, μαζί με το Βέλγιο, την Ισπανία, την Ιταλία, που έχουν υψηλό χρέος και θα πρέπει να καταβάλουν επιπλέον προσπάθεια για να μειώσουν ελλείμματα και χρέος.

Δύο εξ αυτών, η Ελλάδα και η Πορτογαλία, έχουν μικρό έλλειμμα και έχουν ήδη μπει σε τροχιά ουσιαστικής μείωσης του χρέους, οπότε δεν χρειάζεται να κάνουν επιπλέον προσαρμογή, αλλά οι άλλες τέσσερις χώρες θα πρέπει να προχωρήσουν σε προσαρμογή, το επίπεδο της οποίας εξαρτάται από το αν θα γίνει σε τέσσερα ή επτά χρόνια. Αλλά στην περίπτωση της Γαλλίας χωρίς αλλαγή πολιτικών το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται για μία ακόμη δεκαετία, ενώ θα έπρεπε ίσως να προχωρήσει σε προσαρμογή ύψους 1% το έτος στο χρέος της για μερικά χρόνια, κάτι που είναι όμως δύσκολο, όταν όλη η συζήτηση στη χώρα είναι γύρω από την αύξηση των δαπανών.

Τι συνέπειες θα υπάρξουν για την ευρωζώνη;

Μέχρι τώρα οι αγορές έχουν επιδείξει σχετικά ήπια συμπεριφορά έναντι των υψηλών επιπέδων χρέους και ακόμη και έναντι της προοπτικής ακόμη υψηλότερων επιπέδων χρέους, αλλά για να διατηρηθεί αυτή η συμπεριφορά θα πρέπει να προχωρήσει η εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων. Είναι σημαντικό το πώς θα αντιδράσει η Γαλλία.

Είναι μια μεγάλη οικονομία, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, είχε ξεκινήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις, αλλά όχι αρκετές για να ικανοποιήσει τις υποκείμενες απαιτήσεις για περισσότερες δημόσιες δαπάνες στο κοινωνικό κράτος και ορισμένες μεταρρυθμίσεις δεν ήταν δημοφιλείς. Η περίπτωση της Γαλλίας δείχνει με δραματικό τρόπο τη δυσκολία, ειδικά διότι υπήρξε μια περίοδος χωρίς περιορισμούς στις δημόσιες δαπάνες επί τέσσερα χρόνια αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων.

Προτείνετε στην έκθεσή σας περιοριστική δημοσιονομική στάση, τι εννοείτε ακριβώς;

Υπάρχουν λόγοι για έναν σημαντικό περιορισμό το 2025. Με δεδομένα τα ύψη των πρωτογενών ελλειμμάτων και των επιτοκίων και καθότι το 2025 είναι μια σχετικά καλή χρονιά, καθώς αναμένεται ανάπτυξη κοντά στο 1,5%, η απασχόληση θα αυξηθεί περαιτέρω, ο πληθωρισμός θα μετριαστεί περισσότερο, εκτιμούμε ότι χρειάζεται να είμαστε προσεκτικοί στο δημοσιονομικό σκέλος για να δοθεί και στο νέο σύστημα κανόνων μια καλή αρχή. Πρέπει να συνεχίσουμε να μειώνουμε μεγάλο μέρος των πρωτογενών ελλειμμάτων το 2025, κάτι που ευθυγραμμίζεται με αυτό που αναμένεται βάσει των νέων κανόνων από τις χώρες με υψηλό χρέος.

Χρειάζεται να υπάρξει ουσιαστική προσαρμογή. Υπάρχει, πάντως, αμφιβολία αν οι νέοι κανόνες, όπως φαίνεται και από την κατάσταση στη Γαλλία, θα είναι εφικτό να εφαρμοστούν την επόμενη χρονιά. Είναι, πάντως, σημαντικό να ξεκινήσει καλά το νέο πλαίσιο και υπήρξε μακρά συζήτηση για το πώς θα γίνει η μετάβαση, αν θα εφαρμοστεί η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, που ανακοινώθηκε, ή αν θα ενσωματωθεί και θα είναι συνεπής με τα νέα σχέδια προϋπολογισμού που θα κατατεθούν τον Σεπτέμβριο. Η πρόθεση της Κομισιόν είναι να ευθυγραμμίσει την προσαρμογή με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, κάνοντάς το ίσως πιο δύσκολο.

Καθώς υπάρχει ανάγκη για δημοσιονομικό περιορισμό, όπως επισημαίνετε, αλλά παράλληλα χρειάζονται επενδύσεις, όπως στην άμυνα, πώς θα συνδυαστούν οι δύο αυτές συνιστώσες; Θα είναι αναπόφευκτος ένας νέος κοινός δανεισμός;

Η συζήτηση που έγινε για την αναθεώρηση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης περιορίστηκε στους δημοσιονομικούς κανόνες, δεν επεκτάθηκε στο να περιλάβει το ζήτημα των κοινών πρωτοβουλιών, της αύξησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ή το τι θα συμβεί μετά το RRF το 2026, όταν θα λήξει. Το EFB έχει υποστηρίξει την ανάγκη να υπάρξει μια κοινή δράση σε επίπεδο ΕΕ και η προοπτική αυτή έγινε ακόμη πιο επείγουσα τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν προκύψει νέες προκλήσεις. Υπάρχει ανάγκη για την παροχή περισσότερων δημόσιων αγαθών, που θα γίνουν από κοινού, όπως στην άμυνα, στον ενεργειακό μετασχηματισμό, τα μεγάλα διασυνοριακά έργα υποδομής. Αν γίνει, μπορεί να καταστήσει τη δημοσιονομική προσαρμογή που ζητείται από ορισμένες χώρες περισσότερο αποδεκτή.

Χρειάζεται δηλαδή ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης;

Δεν θεωρούμε ότι το μοντέλο του RRF είναι απαραιτήτως το κατάλληλο. Δεν επενδύει σε έργα αμιγώς διασυνοριακά ή κοινές πρωτοβουλίες για μεγάλα έργα υποδομής, για να γίνει πιο γρήγορα η ενεργειακή μετάβαση ή να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή, για παράδειγμα.

Επίσης υπάρχουν νέες προκλήσεις, όπως η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Τα έργα στο RRF είναι σχετικά μικρά και αφέθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο να αποφασίσουν οι εθνικές κυβερνήσεις. Τώρα είμαστε σε έναν νέο κόσμο. Το νέο στοιχείο θα πρέπει να είναι κοινές πρωτοβουλίες σε μεγάλα έργα. Αν η συζήτηση αυτή είχε γίνει νωρίτερα θα είχε αναβάλει ίσως τις προσπάθειες να γίνουν εθνικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του RRF. Αλλά δεν θα πρέπει να υπάρξει μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ των αποφάσεων για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και μιας νέας κοινής πρωτοβουλίας. Ομως, τα επόμενα έργα θα πρέπει να είναι πραγματικά ευρωπαϊκά. Υπήρχε επίσης μεγάλο στοιχείο αναδιανομής από τις πλουσιότερες χώρες στις μικρότερες και πολλές επιχορηγήσεις. Πρέπει να είναι διαφορετικό την επόμενη φορά. Να είναι μόνο με δάνεια και να υπάρχει λιγότερη αναδιανομή, να υπάρξει πιο ομοιόμορφη κατανομή στις χώρες σε σχέση με το RRF. Μπορεί, λοιπόν, να επαναλάβουμε το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά όχι κάποια από τα χαρακτηριστικά του.