Δεν νομίζω να έπεσαν πολλοί από τα σύννεφα με το νέο επεισόδιο οπαδικής βίας, αυτή τη φορά κοντά στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Δεν είναι κάτι απροσδόκητο η εκδήλωση τέτοιων περιστατικών – έστω και αν κάθε φορά οι λεπτομέρειες διαφέρουν.

Αυτή τη φορά, σύμφωνα με τις πληροφορίες, έγινε ένας μικρός εμφύλιος. Συνεπλάκησαν δηλαδή με αγριότητα αντίπαλα στρατόπεδα που υποστηρίζουν την ίδια ομάδα, δηλαδή τον Παναθηναϊκό, έπεσαν μάλιστα και πυροβολισμοί, αφού κάποιος είχε στην κατοχή του και όπλο. Συνελήφθησαν 74 άτομα (πέντε απ’ αυτά ανήλικα) τα οποία διώκονται ποινικά με κατηγορίες για 5 κακουργήματα. Σε έρευνες που έγιναν βρέθηκαν και κατασχέθηκαν γκλομπ, μαχαίρια, μια σφαίρα, καδρόνια, γάντια, περιλαίμια και κινητά. Υπάρχουν και τέσσερις τραυματίες, οι δύο νοσηλεύονται.

Τι μας μαθαίνει το καινούργιο αυτό επεισόδιο; Οτι ο χουλιγκανισμός είναι δραστηριότητα που δεν την ευνοούν οι ομάδες. Δεν τη θέλουν, δεν είναι το νόημα του ποδοσφαίρου, δεν συμβάλλει στο ποδοσφαιρικό θέαμα και, κυρίως, τους κάνει ζημιά. Εδώ και πολλά χρόνια άλλωστε η χουλιγκανική βία έχει μεταφερθεί έξω από τα γήπεδα, επειδή πολλές ομάδες έχουν εργαστεί για να τη διώξουν – αλλά και επειδή έχουν υπάρξει αστυνομικά μέτρα. Το σίγουρο είναι πως δεν είναι ούτε το χρώμα της ομάδας ούτε τα αθλητικά γεγονότα η αιτία της οπαδικής βίας, απλώς συχνά χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα.

Αυτό που βλέπουμε να επιβεβαιώνεται και στο προχθεσινό επεισόδιο είναι ότι τέτοιες ομάδες έχουν συχνά στενή σχέση με το οργανωμένο έγκλημα. Ομάδες χούλιγκαν, δηλαδή, δρουν σαν βίαιες εγκληματικές συμμορίες. Ο αθλητισμός είναι ένα επιφανειακό κίνητρο για να δικαιολογείται εμπλοκή σε άλλες παράνομες δραστηριότητες που συνιστούν αντικείμενο του οργανωμένου εγκλήματος. Διακίνηση ναρκωτικών ή νονοί της νύχτας είναι τέτοιου τύπου δραστηριότητες.

Υπάρχει μια άποψη που θέλει τις βίαιες αυτές ομάδες χούλιγκαν να έχουν σχέση με άλλες ριζοσπαστικές πολιτικές ομάδες, μόνη στρατηγική των οποίων είναι η βία. Στο μακρινό παρελθόν, ο Παναθηναϊκός είχε στις τάξεις τους ναζιστικές συμμορίες, σε άλλες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί οπαδοί ομάδων με αναρχική ρητορική.

Βία, πράγματι, παράγεται, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, μέσω της συλλογικής ταύτισης με ιδέες ή στόχους, και στο κοινωνικό πεδίο. Οι συγκρούσεις «συλλογικοτήτων» με την αστυνομία στο όνομα μιας γενικής πολιτικής θέσης είναι εξίσου μηδενιστικές με τις συγκρούσεις οπαδών ομάδων. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι διαφορετικές συλλογικότητες (δεν αποκλείεται η επικοινωνία και η μεταξύ τους ώσμωση) έχουν πάντα κοινούς εχθρούς, τους «μπάτσους»: όχι «την εξουσία» αλλά «αυτούς που την υπερασπίζονται».

Κάποιοι λόγοι για την έξαρση της βίας είναι γνωστοί: επειδή η οικογένεια δεν είναι πια αυτό που ήταν αλλά κι επειδή έχει παραιτηθεί από τη διαπαιδαγώγηση το σχολείο. Και επειδή στο Διαδίκτυο συχνά η βία έχει δημοφιλείς προπαγανδιστές.

Αλλά ζούμε σε ένα ευρύτερα βίαιο περιβάλλον. Τα συχνά περιστατικά οικογενειακής βίας, ακόμα και τα επεισόδια στους δρόμους, ανάμεσα σε οδηγούς, δείχνουν μια κοινωνική ροπή προς τις συγκρούσεις. Η βία βρίσκεται διάχυτη στην κοινωνία, πασχίζει να εκφραστεί με κάθε τρόπο – και όταν μπορεί εκφράζεται με οδυνηρά αποτελέσματα. Αν δεν μπορεί στις κερκίδες, στον δρόμο – όπου μπορεί. Και η αστυνομική αντιμετώπισή της είναι μόνο μια πτυχή της, ίσως η ευκολότερη. Που δεν μπορεί, όμως, να εμποδίσει την αναπαραγωγή της.