Διά γυμνού οφθαλμού, η συνάντηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του τούρκου προέδρου Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον θα έπρεπε να θεωρείται η σημαντική εξέλιξη των ημερών στα ελληνοτουρκικά, με το Κυπριακό να καταλαμβάνει μία ειδική, πλην όχι ευχάριστη θέση: οι συνομιλίες που ζήτησε ο Μητσοτάκης να ξαναρχίσουν, πολύ δύσκολα, ιδίως τώρα, θα γίνουν πραγματικότητα. Και αν ναι… Είναι όμως έτσι; Μακράν ευρύτερης σημασίας γεγονότα συνέβησαν εκεί και διαμορφώνουν τώρα, για μία ακόμη φορά, νέα διεθνή δεδομένα, στα οποία και τα ελληνοτουρκικά πιθανότατα θα κληθούν να προσαρμοστούν, ανάλογα προς τις εξελίξεις. Είναι άλλωστε αυτή η «μοίρα» που πάντα τα καθόριζε: να είναι εξίσου «διμερή» μα και ευρύτερα τα ζητήματα ανάμεσα στα δύο κράτη και οι ισορροπίες τους να είναι ενίοτε σημαντικότερες γι’ αυτά πέρα από αυτά.
Η απόφαση για άμεση αποστολή αεροσκαφών τύπου F16, αρχικά από την Ολλανδία και τη Δανία, στην Ουκρανία την οποία ανακοίνωσε στη Σύνοδο ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν οδηγεί το Ουκρανικό σε νέα τροχιά. Τόσο νέα, ώστε η Πολωνία θεωρεί αναγκαία την άμεση προετοιμασία της ακόμα και για απόκρουση πλήρους κλίμακας χερσαίας επίθεσης, ενώ οι χώρες της Βαλτικής ποντίζουν θαλάσσιες νάρκες. Αυτά και μόνον δείχνουν ότι μέχρι να ξεκαθαρίσει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, η νέα πραγματικότητα, πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να εκπληρωθούν άλλες διαδικασίες που ενδέχεται να επιφέρουν οποιεσδήποτε επιπλέον αχρείαστες αναταράξεις, τις οποίες πάντοτε κρύβει μέσα του στον μέγιστο βαθμό ο εν εξελίξει διάλογος Ελλάδας – Τουρκίας. Και αυτή την ώρα όλες οι κεραίες είναι στραμμένες στην αντίδραση της Ρωσίας. Οχι τόσο τη λεκτική, όσο την πραγματική που πρόκειται να φανεί στο επόμενο διάστημα.
Η αβεβαιότητα για τις εξελίξεις επιτείνεται από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ βιώνουν την πιο ασταθή προεκλογική περίοδο της, πρόσφατης τουλάχιστον, ιστορίας τους με τον εν ενεργεία πρόεδρο (και συνεπώς ίσως και οι αποφάσεις του) να αμφισβητούνται ανοικτά ακόμα και από το ίδιο του το κόμμα εβδομάδες πριν από το συνέδριο και λίγους μόλις μήνες πριν από τις εκλογές. Παράλληλα, η Τουρκία έχει τώρα δυσκολία να ασκήσει τον διπλό ρόλο που κρατά έναντι της Ρωσίας από την αρχή του πολέμου καθώς η αξιοπιστία της στη Μόσχα έχει σχεδόν εκμηδενιστεί, ιδίως έπειτα από τη συμφωνία για τα δικά της F16, γεγονός που επίσης περιορίζει κάπως το πεδίο εκβιαστικών κινήσεών της.
Αν και η διεθνής πολιτική κρύβει πάντα εκπλήξεις, στα ελληνοτουρκικά όλα αυτά μάλλον οδηγούν σε… στάσιμα νερά. Και αφού βρισκόμαστε στα λεγόμενα «ήρεμα νερά» (που περιστατικά όπως της Πέμπτης στη Ζουράφα δεν τα ταράζουν ενώ σε άλλες εποχές θα προκαλούσαν σεισμό), αυτά λαμβάνουν προφανώς παράταση χωρίς τα όποια μποφόρ να εξαρτώνται από την πορεία της συμφωνίας. Αυτό προκύπτει ως συμπέρασμα της σαραντάλεπτης συνάντησης ανασκόπησης στην Ουάσιγκτον καθώς και της ανανέωσής της για τον Σεπτέμβριο. Αλλωστε, η όποια συμφωνία έχει ήδη ναρκοθετηθεί στη μορφή συνυποσχετικού και όχι μόνον. Αυτό κατέδειξε η τοποθέτηση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή την περασμένη εβδομάδα, ενώ, αθροιστικά με εκείνη του επίσης πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά έχει καταστεί σαφές ότι συμφωνία με την Τουρκία δεν περνά από τη Βουλή, τουλάχιστον με τις ψήφους της ΝΔ. Και με δεδομένη την πόλωση, είναι αδύνατον πλέον να περάσει και διά της αντιπολίτευσης.
Ομως το περιβάλλον που διαμορφώθηκε για τους Μητσοτάκη και Ερντογάν στις ΗΠΑ, δεν θα έχει την παραμικρή, εξωτερική τουλάχιστον, ομοιότητα με εκείνο που θα κυριαρχήσει όταν εντός λίγων ημερών βρεθούν και οι δύο την ίδια ημέρα στη Λευκωσία, σε απόσταση μόλις λίγων χιλιομέτρων ο ένας από τον άλλον, για τον ίδιο λόγο αν και από εντελώς αντίθετη μεταξύ τους οπτική, για τα πενήντα χρόνια του «Αττίλα». Ο Μητσοτάκης για να πει όλα τα γνωστά που όμως θα ακουστούν με μακρά ιστορική πλέον πικρή δυσπιστία ως αποδεδειγμένα ατελέσφορα, ο Ερντογάν για να… δοξάσει με πρωτοφανείς όπως αναμένεται φανφάρες την παράνομη κατοχή και να εξαγγείλει εκ νέου στρατιωτική, οικονομική και, ίσως και διπλωματική, αναβάθμιση των Κατεχομένων.