Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δημιούργησε μία τεράστια αναταραχή στο σύνολο του πολιτικού συστήματος χωρίς επί της ουσίας ν’ ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Και τα τρία πρώτα κόμματα βγήκαν πληγωμένα από τη διαδικασία, με αποτέλεσμα όλα να βιώνουν το τελευταίο διάστημα μια εσωστρέφεια διαφορετικής διαβάθμισης που ξεκινά από τον κυβερνητικό ανασχηματισμό και τον προβληματισμό σχετικά με την κατεύθυνση του πολιτικού προσανατολισμού και την ιδεολογική καθαρότητα στο στρατόπεδο της ΝΔ έως και την ευθεία αμφισβήτηση της ηγεσίας και την προκήρυξη εσωκομματικών εκλογών στο ΠΑΣΟΚ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει για μία ακόμη φορά έντονες αναταράξεις που αρκετοί τις εκλαμβάνουν ως προμήνυμα νέας διάσπασης, ενώ τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα τόσο στη Γαλλία όσο και στη Μ. Βρετανία τροφοδοτούν την εσωτερική συζήτηση και θεωρούνται προάγγελος εξελίξεων κυρίως για την ελληνική Κεντροαριστερά.
Τα γεγονότα βέβαια στην πολιτική δεν εξελίσσονται γραμμικά ούτε οι εμπειρίες μεταφέρονται αυτούσιες από τη μία χώρα στην άλλη, για αυτό ας προσπαθήσουμε ψύχραιμα να χαρτογραφήσουμε το σημερινό περιβάλλον με βάση τα ισχύοντα εκλογικά και μετεκλογικά δεδομένα.
Είναι πανθομολογούμενο ότι η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δέχτηκε πλήγμα το βράδυ των ευρωεκλογών. Σχεδόν κανείς δεν αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία του, ωστόσο πολλοί έχουν ήδη σπεύσει να μιλήσουν για το τέλος της πολιτικής του ηγεμονίας. Το 28,3% είναι ένα ποσοστό που υπολείπεται σημαντικά τόσο του στόχου που είχε τεθεί για τις ευρωεκλογές όσο και του ποσοστού που απαιτείται για την επίτευξη της αυτοδυναμίας στην επόμενη εθνική κάλπη, όποτε και αν αυτή στηθεί, ποσοστό που προσδιορίζεται με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία στο 38,6%.
ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ.
Προφανώς η συζήτηση είναι πρώιμη, το πολιτικό περιβάλλον ωστόσο γεννά σκέψεις σχετικά με το ενδεχόμενο η ΝΔ να μην καταφέρει να πιάσει εκ νέου τα ποσοστά των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου 2023, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική φορά των πραγμάτων που δείχνει φθορά για την πλειοψηφία των κυβερνητικών σχηματισμών κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας τους.
Στον αντίποδα, δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η εθνική κάλπη έχει πολύ διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά από αυτήν των ευρωεκλογών, ενώ διατυπώνεται έντονα και το επιχείρημα πως αφού η καταγεγραμμένη αποχή δεν μετατράπηκε σε επιλογή άλλου πολιτικού φορέα είναι πολύ πιο εύκολο για τη ΝΔ να επαναπατρίσει τους απόντες από την κάλπη των ευρωεκλογών και να τους επαναφέρει σε αυτή των εθνικών όπου τα διλήμματα θα είναι πιο σκληρά, άμεσα πολιτικά και το διακύβευμα θα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για την καθημερινότητα των πολιτών.
Το νέο τοπίο όμως φέρνει στην επιφάνεια εκ νέου το αφήγημα μιας κυβέρνησης συνεργασίας, αν και εφόσον το πρώτο κόμμα δεν καταφέρει να συγκεντρώσει το 38,6%.
Στο σημείο αυτό έχει νόημα να θυμίσουμε κάποιες από τις βασικές παραμέτρους του εκλογικού νόμου με τον οποίο διεξήχθησαν οι εκλογές του Ιουνίου 2023 που θα ισχύσει και για την επόμενη αναμέτρηση, όποτε κι αν αυτή γίνει: αν το κόμμα λοιπόν που θα συγκεντρώσει τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων στο σύνολο της επικράτειας έχει λάβει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25%, παίρνει μπόνους 20 επιπλέον εδρών, ενώ από ‘κεί και πέρα για κάθε 0,5% λαμβάνει μία έδρα μέχρι του ανώτατου αριθμού των 30 εδρών.
Είναι το λεγόμενο κλιμακωτό μπόνους, με βάση το οποίο ο ανώτατος αριθμός σε επιπλέον έδρες είναι 50 και επιτυγχάνεται με ποσοστό 40%, κάτι το οποίο συνέβη στις τελευταίες εθνικές εκλογές.
Ο ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ.
Το ενδιαφέρον στοιχείο του συγκεκριμένου νόμου είναι ότι η παραπάνω πρόβλεψη εφαρμόζεται και για συνασπισμό συνεργαζόμενων κομμάτων ο οποίος συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων, εφόσον όμως – και εδώ βρίσκεται η ουσία – ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων που τον απαρτίζουν είναι μεγαλύτερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος.
Ο μέσος όρος προκύπτει από τη διαίρεση του ποσοστού που έλαβε ο ανωτέρω συνασπισμός διά του αριθμού των κομμάτων που τον αποτελούν. Εφόσον αυτός ο μέσος όρος είναι μικρότερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος, τότε το μπόνους εφαρμόζεται και πηγαίνει σε αυτό.
Η συγκεκριμένη διάταξη επομένως αδυνατίζει σοβαρά το ενδεχόμενο συνασπισμού των κομμάτων της Κεντροαριστεράς αφού ακόμη και στο πολύ υποθετικό σενάριο σύμπραξης ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ η πιθανότητα να είναι ο μέσος όρος τους μεγαλύτερος του εκλογικού ποσοστού της ΝΔ είναι μάλλον απειροελάχιστη.
Η πρόνοια του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος είναι σίγουρα αναλογικότερη, δυσκολεύει ωστόσο την επίτευξη της αυτοδυναμίας καθώς απαιτεί ισχυρή πλειοψηφία που γίνεται ακόμη δυσκολότερη για μια κυβέρνηση που κουβαλά την αναπόφευκτη φθορά των οκτώ ετών. Εξίσου δύσκολη είναι η πλειοψηφία και για τους συνασπισμούς κομμάτων καθιστώντας την επόμενη εκλογική αναμέτρηση μια πολύ δύσκολη εξίσωση με πολλούς αγνώστους, πολυπαραγοντική και σύνθετη. Στο νέο τοπίο απαιτούνται εκτός από συμμαχίες και επαναπροσεγγίσεις, ρεαλισμός αλλά και πολιτική φαντασία ταυτόχρονα.
Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής Ερευνών GPO