Hταν σαν μια άψογα μελετημένη χορογραφία: ο ανεπαίσθητος ήχος, το χέρι του προέδρου που το φέρνει στο αφτί του κι αμέσως μετά σκύβει, η αστραπιαία αντίδραση των σκούρων κοστουμιών που ορμούν καταπάνω του και τον σκεπάζουν, το εντυπωσιακό άλμα κι άλλων κοστουμιών που εμφανίζονται από το πουθενά και πέφτουν κι αυτά να τον καλύψουν, τα σώματα ασφαλείας με τα θεαματικά κράνη και τα προτεταμένα όπλα. Εικόνες εντυπωσιακές αλλά και οικείες: μα εκείνη την πράκτορα της Μυστικής Υπηρεσίας με την αλογοουρά, κι εκείνη την άλλη με τον ξανθό κότσο, δεν τις ξέρουμε από κάποια ταινία; Να, στην άκρη των χειλιών μας έχουμε τα ονόματά τους. Εικόνες που έχουμε δει τόσες φορές παιγμένες, που σχεδόν σου ‘ρχεται να πεις, αμάν πια αυτή η ζωή που μιμείται τόσο την τέχνη. Τις έχουμε δει τόσες φορές παιγμένες, κι όμως για δες πόσο σθεναρά αντιστέκεται το εκπαιδευμένο μας μυαλό στην τρισδιάστατη επίθεση της πραγματικότητας.
Πόσο δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε το ανθρώπινο, το ευάλωτο, το καταδικασμένο των πραγματικών σωμάτων. (Πόσα πραγματικά σώματα χρειάζονται άραγε για να σωριαστούν το ένα πάνω στο άλλο και να εμποδίσουν μια πραγματική σφαίρα;) Η σκέψη μας, τόσο εκτεθειμένη σε όλες αυτές τις εικόνες (χολιγουντιανές αμερικανιές, έτσι δεν είναι;), αδυνατεί να συλλάβει και να παρακολουθήσει την αδιανόητα πραγματική στιγμή μιας ηλιόλουστης καλοκαιρινής μέρας όπου κάποιος κάθισε να παρακολουθήσει μια ομιλία και ο διπλανός του (ένας 50χρονος εθελοντής πυροσβέστης πατέρας δύο παιδιών που αγαπούσε το ψάρεμα) σκέπασε με το σώμα του τους δικούς του για να τους προφυλάξει και μετά σωριάστηκε κάτω νεκρός, με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Πριν από 61 χρόνια ο κόσμος μας δεν ήταν τόσο συνηθισμένος στην εικόνα. Οταν ήρθαν εκείνες οι φωτογραφίες με έναν πρόεδρο μέσα σε ανοιχτό αυτοκίνητο διπλωμένο στα δύο και το κεφάλι του κομματιασμένο και τη γυναίκα του σκαρφαλωμένη στο πίσω μέρος για να ξεφύγει, δεν είχαμε ξαναδεί τίποτα παρόμοιο. Δεν ήμασταν τότε ακόμα εθισμένοι σε τέτοια θεάματα και γι’ αυτό ό,τι έγινε τότε γράφτηκε για πάντα στη μνήμη μας. Σήμερα, όλα γράφονται λίγο πιο μπερδεμένα: σήμερα όλοι παλεύουμε, λίγο ή πολύ, με τη διαχείριση της πραγματικότητας. Καταναλώνοντας καθημερινά τα άπειρα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια με τα οποία συνυπάρχει η καθημερινότητά μας, είμαστε με το ένα πόδι μέσα στον κόσμο του θεάματος: σκριπτ, κάστινγκ, κλακέτα και πάμε. Κι αν ήταν στημένο, αναρωτιούνται κάποιοι, κι αν μας βάζουν να βλέπουμε ό,τι θέλουν; Ο κόσμος του θεάματος μας κλείνει το μάτι: έλα, τα ξέρουμε αυτά, τα έχεις ξαναδεί, πώς κάνεις έτσι;
Ομως είναι αληθινό. Οι άντρες και οι γυναίκες με τα κοστούμια και τα μαύρα γυαλιά που καλύπτουν με τα σώματά τους τον αιμόφυρτο πολιτικό, τα πλήθη που σκύβουν, τρέχουν, ουρλιάζουν, τα πεσμένα πλακάτ, οι αναποδογυρισμένες καρέκλες, τα χάρτινα ποτήρια στο χώμα, όλα αληθινά. Την εικόνα την ξέρουμε, τη σεκάνς την έχουμε ξαναδεί, αλλά τώρα είναι το πρωτότυπο, το γνήσιο. Κι αν ο πολιτικός δεν μιλάει την ίδια γλώσσα μ’ εμάς και το όνομά του δεν θα είναι τυπωμένο στα δικά μας ψηφοδέλτια, κι αν η σημαία που κυματίζει πίσω του ενώ αυτός σηκώνει τη γροθιά του δεν είναι η δική μας σημαία, κι αν η σφαίρα που για λίγα μόνο εκατοστά αστόχησε δεν τραυμάτισε (πιθανόν θανάσιμα) τη δική μας ελεύθερη, δημοκρατική, ομαλή εκλογική διαδικασία, δεν παύει να είναι αληθινό. Και κυρίως: αυτό που έγινε ενώ δεν έγινε, αυτό που μόλις τώρα ξεκινά, είναι αληθινά επικίνδυνο. «Clear and present danger» – ναι, σαν τον τίτλο της ταινίας. Ο πιο ξεκάθαρα άμεσος κίνδυνος. Κι είναι και δικός μας, καταδικός μας.