Για πολλούς ήταν μια εμπειρία. Μια παράσταση που από το πρώτο έως το τελευταίο της λεπτό έμεινε πιστή στην κλασική απόδοση της τριλογίας, άγγιξε σε στιγμές τη σύγχρονη αισθητική, για να εξελιχθεί τελικά σε μια τελετουργία. Για άλλους ωστόσο, ίσως τους λιγότερο μυημένους στο σύμπαν του σκηνοθέτη, ήταν μια δύσκολη θεατρική εμπειρία που χαρακτηρίστηκε από έναν «φορτωμένο» από τις διαρκείς επαναλήψεις λόγο και μια στομφώδη εκφορά του προκειμένου να φτάσει στα ανώτερα διαζώματα της Επιδαύρου ελλείψει μικροφώνων.
Σε όποια κατηγορία κι αν αισθάνονται ότι ανήκουν οι περίπου 24.000 θεατές που γέμισαν το βράδυ της περασμένης Παρασκευής και του Σαββάτου το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου (αν συνυπολογίσουμε τα δύο sold out που ανακοίνωσε το Εθνικό Θέατρο), συμφωνούν ότι η «Ορέστεια» που παρουσίασε ο Θεόδωρος Τερζόπουλος αποτελεί μια ευτυχή στιγμή για την αναπαράσταση του αρχαίου δράματος. Στην πρώτη του συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο ο διεθνώς καταξιωμένος σκηνοθέτης επέλεξε να καταπιαστεί με την εμβληματική τριλογία του Αισχύλου, προσφέροντας μια παράσταση-σπουδή πάνω στη μέθοδό του, υψηλού επιπέδου και καλοδουλεμένη. Στις δύο βραδιές η μοναδική σωζόμενη τριλογία του αρχαίου θεάτρου ζωντάνεψε με στιβαρότητα, κερδίζοντας επί μακρόν το χειροκρότημα του κοινού.
Το απρόβλεπτο και το παράδοξο
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, θέλοντας να εξερευνήσει εις βάθος τον μύθο της «Ορέστειας», επιδόθηκε σε μια αναζήτηση του απρόβλεπτου και του παράδοξου στον λόγο του Αισχύλου. Η δραματουργία χαρακτηρίστηκε από μια έντονη σωματικότητα των ηθοποιών, αφού οι ήρωες, σύμφωνα με τη σκηνοθετική προσέγγιση, πρόσφεραν τα σώματά τους θυσία για να έρθει μια νέα πραγματικότητα. Αντίθετα από άλλες προσεγγίσεις που σχεδόν αγνοούν τον Χορό, εδώ το σύνολο των νεαρών ανδρών και των γυναικών είχε προωθημένη θέση και μια δυνατή παρουσία στην ορχήστρα του αργολικού θεάτρου σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, λειτουργώντας εξαιρετικά μετρημένα στη χορογραφία του (φάνηκε η πολύμηνη προετοιμασία που είχε γίνει στις πρόβες), με τον Κορυφαίο Τάσο Δήμα, παλιό γνώριμο του Θεόδωρου Τερζόπουλου, να διακρίνεται για την ερμηνεία του (κυρίως στο πρώτο μέρος της τριλογίας).
Μουσική και φωτισμοί
Επιλέγοντας οι ηθοποιοί του να αναμετρηθούν με τον λόγο χωρίς άλλα τεχνολογικά όπλα εκτός του σώματος και της φωνής τους, ο σκηνοθέτης τούς ώθησε να ενεργοποιηθούν ακόμα περισσότερο, αναζητώντας σχεδόν τη ρίζα του ήχου, των λέξεων, των πολλαπλών διαστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εκφορά των στίχων συχνά να γίνεται πιο επιτηδευμένη, σπάζοντας την κλασικότροπη κατά τα άλλα αναβίωση του μεγάλου αυτού έργου. Στην ένταση της τραγωδίας – την οποία «έχτισε» πολύ ωραία και η χρήση της μουσικής μαζί με τους φωτισμούς που έβαψαν κόκκινο το αρχαίο θέατρο – συνέτειναν και οι επαναλήψεις φράσεων (για κάποιους βέβαια αυτή η επιλογή λειτούργησε μάλλον αρνητικά στο ηχητικό τοπίο της παράστασης). Η απόδοση του Αγαμέμνονα από τον Σάββα Στρούμπο με τρόπο ρομποτικό ήταν μάλλον ένα σχόλιο του σκηνοθέτη για τη λειτουργία του ίδιου του ήρωα. Από την ανθρωπογεωγραφία του θιάσου της «Ορέστειας» επίσης ξεχωρίσαμε τη Σοφία Χιλλ που υποδύθηκε χωρίς υπερβολές την Κλυταιμνήστρα και το είδωλό της, όπως και τον Κώστα Κοντογεωργόπουλο που μόλις αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ήταν σχεδόν σαρωτικός ως Ορέστης.
«Λευτεριά στην Παλαιστίνη»
Αντιλαμβανόμενος τα μέρη του «Αγαμέμνονα» και των «Χοηφόρων» ως μια προετοιμασία για την έλευση των «Ευμενίδων», ο Τερζόπουλος φάνηκε να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο τελευταίο έργο της τριλογίας, το οποίο διαχειρίστηκε σχεδόν μπρεχτικά. Η ανάγνωση που έκανε στο κείμενο του Αισχύλου ήταν μέσα από το πρίσμα της ιστορικότητας, βλέποντας τις αντανακλάσεις της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στην επιβολή της νέας τάξης πραγμάτων σήμερα, φτάνοντας μέχρι τις σφαγές στη Γάζα (ένας συλλογισμός ομολογουμένως αμφιλεγόμενος). Παρ’ όλα αυτά, έδωσε την ευκαιρία σε μερίδα του κοινού το βράδυ του Σαββάτου, μετά το τέλος της παράστασης, να υψώσει σημαία της Παλαιστίνης στις κερκίδες, φωνάζοντας παράλληλα «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», δίνοντας έναν πολιτικό επίλογο σε αυτή τη δυνατή καλλιτεχνική εμπειρία στην αγκαλιά του πιο ενεργειακά φορτισμένου θεατρικού χώρου.