Η υπόθεση Novartis, που όπως λέγαμε και χθες τελείωσε δικαστικά χωρίς να έχει υπάρξει η αίσθηση ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη, ξαναζεσταίνεται. Την ξαναφέρνει στην επικαιρότητα ως εκκρεμή υπόθεση η αποκάλυψη ότι οι τρεις προστατευόμενοι μάρτυρες που, εκτός των άλλων, ενέπλεξαν δέκα πολιτικούς, είχαν λάβει αμοιβή – για την ακρίβεια μοιράστηκαν 56 εκατ. ευρώ. Ηδη, μάλιστα, κυκλοφορούν φήμες ότι τουλάχιστον ένας απ’ αυτούς αισθάνεται ριγμένος, επειδή πήρε λίγα, και θέλει να μιλήσει, ενώ έχει αρχίσει και μια παράλληλη συζήτηση αν και άλλοι (ποιοι;) καρπώθηκαν μέρος αυτού του ποσού.
Το έχω ξαναγράψει στο παρελθόν. Η υπόθεση Νovartis ήταν ξεκάθαρη προσπάθεια του εξουσιαστικού συστήματος ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να αλλοιώσει τη δημοκρατία, σε βάρος της διάκρισης των εξουσιών: προσπάθεια χειραγώγησης της Δικαιοσύνης, μαζί με την προσπάθεια χειραγώγησης του Τύπου. Η διαπόμπευση δέκα δημόσιων προσώπων, στις 21 Φεβρουαρίου 2018, που χρειάστηκε να μιλήσουν απολογούμενα στη Βουλή για κατηγορίες χρηματισμού, ήταν μια μελανή σελίδα της μεταπολίτευσης. Επειδή δεν ήταν μια διαδικασία λογοδοσίας αλλά μια κατασκευασμένη προσπάθεια σπίλωσης πολιτικών αντιπάλων από τον Αλέξη Τσίπρα προκειμένου «να κερδηθούν οι επόμενες εκλογές».
Από εκείνη την ημέρα, οι πιο πολλοί θυμόμαστε τον πρώην πρωθυπουργό Παναγιώτη Πικραμμένο και τον λυγμό του. Προσωπικά, θυμάμαι εντονότερα την παρουσία του Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος περιέγραψε την «κραυγαλέα προσβολή της δικαστικής ανεξαρτησίας» και έκανε λόγο για «τη μεγαλύτερη αλλά και την προχειρότερη σκευωρία της μεταπολίτευσης». Ως φαίνεται από τις εξελίξεις, παρά την προχειρότητά της, η υπόθεση δεν διερευνήθηκε δικαστικά όπως άρμοζε. Η ΝΔ ήδη διεκδικεί να βγουν οι κουκούλες. Την πολιτική διάσταση της υπόθεσης την περιέγραψε συνοπτικά χθες ο Θάνος Πλεύρης: «Οι μάρτυρες αποδείχθηκε ότι είπαν ψέματα για τα πολιτικά πρόσωπα και για αυτό η υπόθεση αρχειοθετήθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διεκδίκησε ποτέ χρήματα για το ελληνικό Δημόσιο». Πρόσθεσε μάλιστα ότι τη μοναδική αγωγή του Δημοσίου κατά της Νovartis την άσκησε ο ίδιος ως υπουργός. Αν στο μεταξύ δεν υπάρξει παραγραφή, ίσως το ελληνικό κράτος λάβει κάποια αποζημίωση.
Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η χθεσινή τοποθέτηση του Αδωνη Γεωργιάδη, σε τηλεοπτική συνέντευξή του (ΣΚΑΪ). Ο υπουργός Υγείας, που δεν έχει πρόβλημα να πει τα πράγματα με το όνομά τους, ταύτισε ευθέως τον προστατευόμενο μάρτυρα με το ψευδώνυμο Μάξιμος Σαράφης στο πρόσωπο του Φιλίστορα Δεστεμπασίδη, το όνομα του οποίου είχε ήδη ακουστεί. Ο Αδωνις Γεωργιάδης διευκρινίζει ότι ο νόμος για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος ορίζει με σαφήνεια «ότι για να λάβει κάποιος αυτή την προστασία δεν μπορεί να αποβλέπει σε ίδιον όφελος».
Κατά συνέπεια, «δεν είναι πλέον στη διακριτική ευχέρεια κανενός εισαγγελέως να αποφασίσει ή όχι τον απαχαρακτηρισμό του. Οποιος εισαγγελέας χρεωθεί αυτή την αίτηση, που έχει ήδη κατατεθεί από τον Αντώνη Σαμαρά, απλώς καλείται να διαπιστώσει την καταφανή παράβαση του νόμου και να άρει την προστασία του κύριου Δεστεμπασίδη τουλάχιστον. Ετσι θα μπορέσουμε όλοι εμείς να τον καλέσουμε στο δικαστήριο και να τον ρωτήσουμε ποιος τον έβαλε να πει αυτά τα ψέματα για μας. […] Είμαι βέβαιος ότι η ώρα να βγουν οι κουκούλες έφθασε και η αλήθεια που τόσα χρόνια καρτερικά περιμένουμε θα έρθει στο φως…».
Εδώ βρίσκεται και το νόημα αυτής της ιστορίας: να βγουν οι κουκούλες. Εκτός των άλλων, για να θυμούνται ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ο μειλίχιος «κεντροαριστερός» που, από ένα ίδρυμα, περιμένει να τον καλέσουν να ξανασώσει τη χώρα. Σωθήκαμε μόνοι μας.