Η σημασία πολλών περιστατικών εκπνέει μαζί με την επικαιρότητα που τα ανέδειξε, υπάρχουν όμως και περιστατικά που το ενδιαφέρον και η βαρύτητά τους παραμένουν ζωηρά, αν και η επικαιρότητα που τα κατέστησε κεντρικό θέμα στις συζητήσεις, έχει υποχωρήσει ή και έχει ξεχαστεί. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται – με την επικαιρότητα να έχει υποχωρήσει αλλά όχι ξεχαστεί – το περιστατικό με τον πολιτικό στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» καθώς παραμένει, επιπλέον, απορίας άξιον πώς μια παράμετρός του που θα έπρεπε να μας απασχολεί επί μονίμου βάσεως δεν σχολιάστηκε καν. Εννοούμε την απειλή που εκτόξευσε ο πολιτικός στον υπάλληλο επειδή δεν δέχτηκε να παρανομήσει, λέγοντάς του «Θα σε στείλω στον Εβρο». Δεν μπορεί να εννοήσει κανείς γιατί και παλαιότερα αλλά πολύ περισσότερο σήμερα θα έπρεπε ο «Εβρος» να αποτελεί απειλή και μάλιστα να ομολογείται ευθαρσώς καθώς ένας ανάλογος χρωματισμός μιας γεωγραφικής περιοχής σημαίνει πως αναγνωρίζει κανείς την Ελλάδα διαιρεμένη σε ζώνες προνομιούχες και σε ζώνες περίπου ταυτισμένες με ένα είδος καταναγκαστικών έργων. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ένας πολιτικός δεν μπορεί παρά να φέρει – έστω και σε έναν απειροελάχιστο βαθμό – μια κάποια ευθύνη για τη διατήρηση μιας περιοχής σε υποδεέστερη.
Στην πραγματικότητα ο περί ου ο λόγος πολιτικός δεν απειλούσε – όπως φανταζόταν – τον υπάλληλο, ήταν τον εαυτό του που εξέθετε όχι τόσο για έλλειψη ευαισθησίας, όπως είναι πάντα μια απειλή, αλλά για την ακαταλληλότητά του ως πολιτικού αφού δεν είχε συμβάλει με τη δουλειά του ώστε η Ελλάδα να μπορεί να θεωρηθεί και να είναι, όπου και αν μένει και εργάζεται κανείς, ένας βιώσιμος χώρος. Θα σκεφτείτε πως πρόκειται για ψιλά γράμματα, δεν αποτελεί όμως σπάνιο φαινόμενο μέσα στην καθημερινότητά μας να πιστεύουμε πως προσβάλλουμε έναν συνάνθρωπό μας, βρίζοντάς τον, αλλά στην πραγματικότητα δεν παύουμε να αποκαλύπτουμε ποιοι είμαστε βαθύτερα εμείς οι ίδιοι.
Η απροκατάληπτη έκφραση εξουσίας όπως τη στοιχειοθετεί η απειλή «Θα σε στείλω στον Εβρο» μας υποχρεώνει να σκεφτούμε πως για τον άνθρωπο – και στη συγκεκριμένη περίπτωση για τον πολιτικό – που τη διατυμπάνιζε η εξουσία έχει μεταβληθεί σε συστατικό στοιχείο της ύπαρξής του. Με αποτέλεσμα όσο υψηλότερα θα ανέρχεται στην ιεραρχία της πολιτικής να αισθάνεται πως τόσο μεγαλύτερη θα γίνεται και η εξουσία που μπορεί να ασκήσει. Ομως ακόμη και μια αμυδρή συνείδηση αυτής της συνθήκης, δημιουργεί μέσα σε μια κοινωνία έναν φαύλο κύκλο. Επειδή ακριβώς η πολιτική δίνει δυστυχώς τον τόνο σε πολλές εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, οι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν καμιά σχέση με την πολιτική να μην μπορούν να εννοηθούν παρά μόνον ως σχέσεις που θέλουν τον πάσχοντα και γενικότερα τον αδύνατο άνθρωπο ως ένα εξουσιαζόμενο άτομο ενώ τον άνθρωπο που θεραπεύει ως έναν αποκλειστικά εξουσιαστή.
Θα ήταν παρήγορο αν ο πολιτικός που εκτόξευσε την απειλή «Θα σε στείλω στον Εβρο» αποτελούσε ένα μεμονωμένο σύμπτωμα. Εστω και αν είναι πολλοί περισσότεροι όσοι θα την «καταπιούν» γιατί καταλαβαίνουν πως δεν τους συμφέρει να την εκφράσουν, δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς τον αριθμό των πολιτικών ή και των μη πολιτικών (για παράδειγμα επιχειρηματίες, επιστήμονες, καλλιτέχνες) τη συμπεριφορά τους έστω και αν δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, είναι το σύνδρομο της εξουσίας που την υπαγορεύει. Χωρίς μάλιστα την ευχέρεια να μπορεί να τους κατακρίνει κανείς καθώς είναι τόσο έντεχνος ο τρόπος που μετέρχονται την άσκησή της ώστε τον βάρβαρο έτσι ή αλλιώς χαρακτήρα της να τον μετουσιώνουν σε πρόθεση αγαθοεργή και φιλάνθρωπη.