Η Γυάρος είναι ένα έρημο νησάκι των Κυκλάδων μεταξύ Ανδρου, Σύρου και Κέας. Στη διάρκεια του Εμφυλίου και τα μετεμφυλιακά χρόνια εξορίστηκαν εκεί οι ηττημένοι του Εμφυλίου και, μαζί, Μάρτυρες του Ιεχωβά, ενώ, τότε, στην επιφάνειά του κατασκευάστηκε και φυλακή. Τα χρόνια της χούντας, επίσης, το καθεστώς εκτόπισε εκεί χιλιάδες αντιφρονούντες, που επέστρεψαν όταν έπεσε η χούντα, μετά το εγκληματικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την εισβολή της Τουρκίας στο νησί.
Το 2001, το νησί χαρακτηρίστηκε ιστορικός τόπος. Ενα τμήμα του όμως αποχαρακτηρίστηκε το 2011 με σκοπό την προώθηση επενδύσεων για αιολικά πάρκα – που έως σήμερα δεν έγιναν. Πιθανόν, μια ημερίδα που έγινε πριν από μερικές ημέρες, που είχε θέμα και «τα ιδιαίτερα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά» του νησιού να σημαίνει αναθέρμανση εκείνου του παλαιού σχεδίου.
Με την προοπτική της εκμετάλλευσης του νησιού, όμως, βλέπω ότι αντιδρά ο Σύλλογος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών. Αντιδρά και ο Νίκος Σηφουνάκης, παλαιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, βουλευτής, ευρωβουλευτής και υπουργός, ο οποίος έκανε χθες στα «ΝΕΑ» σχετική παρέμβαση, με την οποία ζητάει σεβασμό για τη Γυάρο. Σε τι συνίσταται ο σεβασμός;
Ο Νίκος Σηφουνάκης θεωρεί ότι «η Γυάρος είναι ένας δημόσιος ιστορικός τόπος» και επιπλέον «ένα αδόμητο νησί, με παρθένο αρχέγονο τοπίο, και έτσι πρέπει να μείνει». Υποστηρίζει μια παρέμβαση, ένα γλυπτό μνημείο μεγάλης έκτασης όπου θα γραφτούν «τα ονόματα των 18.500 Ελλήνων» οι οποίοι ήσαν εξόριστοι σε όλες τις περιόδους που το νησί λειτουργούσε ως τόπος εξορίας και φυλακή. Και κατά τα άλλα, διεκδικεί για τη Γυάρο το καθεστώς της Δήλου. Μπορεί, λέει, η Γυάρος να μην έχει αρχαιολογικά λείψανα, «είναι όμως ένα μνημείο της σύγχρονης ιστορίας μας».
Δεν ξέρω αν υπάρχουν σχέδια οικονομικής αξιοποίησης του νησιού, θα έπρεπε να υπάρχουν. Διαβάζοντας όμως την παρέμβαση Σηφουνάκη καταλαβαίνω ότι ήδη φτιάχτηκε ένα κίνημα ανάλογο των κινημάτων που πολεμάνε τις ανεμογεννήτριες. Ενα κίνημα που διεκδικεί να μη γίνει εκεί οτιδήποτε αναπτυξιακό, επειδή και η Γυάρος ανήκει στον προοδευτισμό και στο νόημα που αυτός θέλει να δίνει στα πράγματα. Οπως του ανήκει η Μακρόνησος, στην οποία βαπτίσθηκε όπως θυμάστε στην αριστερή κολυμβήθρα του Σιλωάμ ο Κασσελάκης. Ή όπως του ανήκει ο Γράμμος, όπου τα μεν μνημεία του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού ο οποίος ήθελε να προσδέσει την Ελλάδα στη σταλινική Σοβιετική Ενωση είναι μνημεία μιας φανταστικής λαϊκής εποποιίας, ενώ ενδεχόμενα μνημεία του κράτους για τα θύματα όσων πολέμησαν να αποτρέψουν αυτή την προοπτική είναι «μνημεία μίσους».
Κατανοώ την όψιμη αριστερή μανία με τα μνημεία. Το αριστερό αφήγημα βρέθηκε ανέκαθεν απέναντι στη χρήση των αρχαίων μνημείων ως σημάτων μέσω του οποίου προσπάθησε να νοηματοδοθεί αρχικά η Μεγάλη Ιδέα και παγίως ο ελληνικός εθνικισμός. Θέλει όμως τα δικά του, τα αριστερά μνημεία: τα χρειάζεται για να στοιχειοθετούν «τον ηρωισμό» και «το δίκιο» «των λαϊκών αγώνων». Υπάρχει και η κατανοητή προσπάθεια πολλών οι οποίοι θεωρούν ότι «αναμετρήθηκαν με την ιστορία» να καταγραφούν και να μνημειωθούν στον αιώνα των αιώνων αμήν. Ματαιοδοξία – αλλά όταν τελειώνουν οι φιλοδοξίες, η ματαιοδοξία επιβιώνει.
Με τούτα και με τ’ άλλα, η κυρίαρχη τάση στη χώρα είναι να φτιάχνονται παντού μνημεία και μουσεία – ει δυνατόν, να φτιαχνόταν ένα μουσείο για τον καθένα. Διεκδικούμε μουσεία, δηλαδή το χθες, αντί να διεκδικούμε πρόοδο, παιδεία, ανταγωνιστικότητα, δηλαδή το αύριο. Αξιοι της μοίρας μας.