«Η γειτονική μας χώρα δεν σέβεται ούτε την πρώτη σελίδα της Συμφωνίας» είχε πει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης λίγο πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον. Σπάνια μπορεί κάποιος, όταν βέβαια δεν έχει… ειδικά συμφέροντα, να συμφωνεί με έναν κυβερνητικό εκπρόσωπο. Τόσο, που οι συμφωνίες τελειώνουν εδώ. Γιατί μετά αρχίζουν οι κυβερνητικές αντιφάσεις που προκαλούν καταρράκωση της αξιοπιστίας τόσο της κυβέρνησης όσο και της χώρας.
Οταν γίνεται μία τέτοια διαπίστωση η οποία μάλιστα επαναλαμβάνεται διά στόματος Πρωθυπουργού και όταν δεν πρόκειται για ζήτημα μιας ή δύο εβδομάδων, αλλά όχι απλώς κρατάει μήνες μα και όσο περνά ο καιρός η επιθετικότητα των Σκοπίων αντί να περιορίζεται γίνεται διαρκώς και οξύτερη, τότε, τι περιμένει κανείς από αυτή την κυβέρνηση; Σίγουρα δεν περιμένει πάντως δηλώσεις σαν εκείνη που έκανε προ ημερών ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, ο οποίος, προφανώς έχοντας μπερδέψει διάφορους ρόλους, είπε ότι στη γειτονική χώρα «αγνοούν παντελώς την Ιστορία»! Μάλιστα. Αν λοιπόν εμφανιστούν για εξετάσεις, να τους κόψει. Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Αυτό είναι το θέμα; Αν ξέρουν ή δεν ξέρουν Ιστορία; Ή αν παραβιάζουν με τον πιο άγριο τρόπο μια διεθνή συνθήκη εις βάρος της Ελλάδας;
Το ίδιο μπορεί όμως να πει κανείς και για τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη μετά τη σύνοδο της Ουάσιγκτον, που έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. Είπε πολλά και διάφορα επί του θέματος, όπως ότι «η πλήρης εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι απαραίτητη για τη Συμμαχία, για τα Δυτικά Βαλκάνια και για τη διεθνή κοινότητα». Είναι απορίας άξιον ότι δεν αισθάνθηκε κάπως περίεργα να είναι ο μοναδικός από ολόκληρο το ΝΑΤΟ αλλά και από τις χώρες μέλη του που βλέπει αυτή τη δήθεν… ζωτική ανάγκη: ουδείς άλλος αποδίδει τέτοιου είδους σημασία στο ζήτημα. Αντιθέτως, μάλλον θα μειδιούν αν το ακούν αυτό οι ομόλογοί του, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η Ελλάδα κατά το κοινώς λεγόμενο «την πάτησε» και τώρα ό,τι και να λέει, ποιος να της δώσει σημασία; Και γιατί; Η δουλειά που ήταν να γίνει, έγινε. Και τα υπόλοιπα είναι κουβέντες του αέρα.
Αν όμως υπήρχε και κανείς που ήταν… καινούργιος και είχε κάποια ανησυχία σχετικά, σίγουρα και σε εκείνον θα διαλύθηκε ακούγοντας τη συνέχεια της δήλωσης Μητσοτάκη, σύμφωνα με την οποία «η παραβίαση ή η επιλεκτική εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών θα υποβαθμίσει την αξιοπιστία όλων των προσπαθειών για διευθέτηση λοιπών εκκρεμών ζητημάτων στα Δυτικά Βαλκάνια και θα θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή». Από πού κι ως πού; Γιατί; Πώς; Τι θα συμβεί και θα δημιουργήσει τέτοιο κίνδυνο; Αστεία πράγματα. Α, υπάρχει και η άλλη δήλωση, λίγο μετά, που… ξεδιαλύνει τα πράγματα και… δίνει τις απαντήσεις: «Η Ελλάδα δεν θα αποκαλύψει αυτή τη στιγμή τα όπλα τα οποία έχει στη διάθεσή της για να απαντήσει σε μια ενδεχόμενη επιμονή της ηγεσίας της γειτονικής χώρας σε αυτή την τακτική».
Ομως τι σημαίνει «δεν θα αποκαλύψει»; Τι μπορεί να κάνει και τι όχι η Ελλάδα προκύπτει θεσμικά από την ίδια τη Συμφωνία, από τις καταστατικές δυνατότητες στο ΝΑΤΟ, όπως εξίσου και στην ΕΕ, που τα Σκόπια, μαζί με την Αλβανία, θέλουν να γίνουν μέλη και ασκείται εντονότατη πίεση γι’ αυτόν τον σκοπό. Εργαλεία υπάρχουν. Και είναι γνωστά σε όλους. Το πρόβλημα όμως είναι ότι είναι επίσης γνωστό ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να τα χρησιμοποιήσει. Και ότι λέει κούφια λόγια. Οπως αυτά, πάλι του κυβερνητικού εκπροσώπου, ο οποίος, μόλις προχθές, ύστερα από τόσους μήνες «ξύλου» που τρώει η Αθήνα, που τα καλεί να… «αλλάξουν ρότα». Ε, λοιπόν, δεν αλλάζουν. Εχουν πλάτες και το ξέρουν. Και ξέρουν και ποιος και γιατί θα κάνει πίσω. Εχει ήδη κάνει άλλωστε.