Οι ευρωπαϊκές τραπεζικές ρυθμιστικές Αρχές έχουν ενθαρρύνει τις τράπεζες να παίξουν κεντρικό ρόλο στην πράσινη μετάβαση και να λάβουν σοβαρά υπόψη τους την αύξηση των ανοιγμάτων τους που σχετίζονται με το κλίμα. Το φυσικό και μεταβατικό κόστος που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή γίνεται ολοένα και πιο εμφανές, με τον δυνητικό οικονομικό αντίκτυπο στους ισολογισμούς των τραπεζών να είναι μεγάλος σε περίπτωση που οι κίνδυνοι δεν μετριαστούν σημαντικά με την πάροδο του χρόνου.

Παρά την πρόοδο που σημείωσαν πολλές τράπεζες στην προσαρμογή της διαχείρισης των κινδύνων τους ώστε να αντικατοπτρίζουν τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, πολλές από αυτές δεν έχουν ακόμη επικοινωνήσει επαρκώς την έκθεσή τους σε αυτούς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει δηλώσει την πρόθεσή της να αρχίσει να επιβάλλει πρόστιμα στις τράπεζες που δεν τηρούν τις κανονιστικές απαιτήσεις τους σχετικά με το κλίμα και το περιβάλλον. Προβλέπουμε ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής για τις ρυθμιστικές Αρχές στην αποστολή τους να καταστήσουν τις τράπεζες περισσότερο υπεύθυνες σε ό,τι αφορά την έκθεσή τους σε κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους.

Οι δυσμενείς φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν είναι πλέον θεωρητικές. Στην Ευρώπη, οι πλημμύρες, οι ξηρασίες και οι καύσωνες έχουν ήδη αρχίσει να προκαλούν σημαντικές οικονομικές ζημιές. Η Ευρωπαϊκή Αξιολόγηση Κλιματικών Κινδύνων 2024 του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος εντοπίζει 36 κλιματικούς κινδύνους που απειλούν την ενεργειακή και διατροφική ασφάλεια της Ευρώπης, το οικοσύστημα, τις υποδομές, τους υδάτινους πόρους, τη δημόσια υγεία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Η ΕΚΤ κατέληξε νωρίτερα φέτος στο συμπέρασμα ότι πολλές τράπεζες εξακολουθούν να είναι πίσω όσον αφορά τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα των ενημερώσεων ESG στις εκθέσεις του Πυλώνα ΙΙΙ. Επιπλέον, σε έρευνα του Φεβρουαρίου 2024 αναδείξαμε ότι μεταξύ των 95 συστημικών ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων που ανέλυσε, η ΕΚΤ έκρινε ότι εννέα στα δέκα δεν έχουν προσαρμοστεί κατάλληλα, ενώ επτά στα δέκα είναι εκτεθειμένα σε αυξημένο νομικό κίνδυνο.

Επιπλέον, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που συνδέονται με τον τραπεζικό δανεισμό, τις επενδύσεις και την ανάληψη κινδύνων, που ονομάζονται συλλογικά χρηματοδοτούμενες εκπομπές, συχνά δεν αναφέρονται επαρκώς. Αυτό οφείλεται στην πολυπλοκότητα που συνεπάγεται η ακριβής ποσοτικοποίηση των εταιρικών εκπομπών.

Οι εποπτικές Αρχές της ΕΚΤ έχουν πραγματοποιήσει μια σειρά ασκήσεων τα τελευταία χρόνια – συμπεριλαμβανομένων των αυτοαξιολογήσεων των τραπεζών, των θεματικών επισκοπήσεων και των κλιματικών stress tests – προκειμένου να εκτιμήσουν την πρόοδο των τραπεζών όσον αφορά την καλύτερη αξιολόγηση της έκθεσης των ανοιγμάτων τους σε κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους και την εκπλήρωση των εποπτικών προσδοκιών.

Κατά τη γνώμη μας, το εύρος ανοχής των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών Αρχών όσον αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα από τις τράπεζες είναι πιθανό να συνεχίσει να περιορίζεται. Η ΕΚΤ έχει ήδη επισημάνει την πρόθεσή της να κλιμακώσει τις εποπτικές αποφάσεις της για τις τράπεζες που εξακολουθούν να έχουν αδυναμίες στη διαχείριση κινδύνων.

Οι Τζέισον Γράφαμ, Βιταλίν Γετεριάν, Ελίζαμπεθ Ρούντμαν είναι στελέχη του οίκου αξιολόγησης DBRS Morningstar. Το άρθρο αποτελεί σύνοψη εκτενέστερης ανάλυσης της DBRS Morningstar