Η απόπειρα κατά του Ντόναλντ Τραμπ δημιουργεί αναπόφευκτα το ερώτημα κατά πόσο μπορεί να επηρεάσει τις εκλογές κι αν τελικώς θα υπάρξει πολιτικό όφελος για τον πρώην πρόεδρο και υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών ή σε ένα περιβάλλον ούτως ή άλλως μεγάλης πόλωσης οι αλλαγές δεν μπορεί παρά να είναι αμελητέες.
Επιχειρήματα μπορεί να στηρίζουν τη μια και την άλλη εκτίμηση με κοινό παρονομαστή το πώς θα κινηθεί από ‘δώ και πέρα ο Ντόναλντ Τραμπ και αν η απόπειρα θα λειτουργήσει ως καταλύτης συσπείρωσης για τους Ρεπουμπλικανούς. Σχολιαστές στον διεθνή Τύπο επεσήμαναν ότι οπαδοί του Τραμπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αναφορά στη φωτογραφία του Associated Press που τον δείχνει αιμόφυρτο να υψώνει τη γροθιά του με την αμερικανική σημαία πίσω του, έκαναν τη σύγκριση με το περιστατικό του 1912, όταν ο Θίοντορ Ρούζβελτ δέχθηκε πυροβολισμούς κατά τη διάρκεια προεκλογικής ομιλίας του, την οποία κατάφερε να τελειώσει. Οπως επισημαίνουν, η σύγκριση δεν είναι τέλεια, αφού ο Τραμπ δεν ολοκλήρωσε τη δική του ομιλία, ενώ ο Ρούζβελτ έχασε εκείνες τις εκλογές.
Η Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων
Στα επιχειρήματα που γέρνουν υπέρ του ότι θα υπάρξει σημαντικός αντίκτυπος βαραίνει το γεγονός πως η Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων ηγετών που χρησιμοποίησαν μια απόπειρα για να προχωρήσουν ακόμη και σε περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών, κάτι που ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα μπορούσε βεβαίως να κάνει αφού δεν βρίσκεται στην εξουσία. Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, το χαμηλό ενδιαφέρον για τις πολιτικές εξελίξεις και από τις δύο πλευρές των υποψηφιοτήτων είχε προκαλέσει προβληματισμό για τον αν στη βάση των κομμάτων υπήρξε κινητοποίηση ανάλογη με εκείνη που παρατηρούνταν σε προηγούμενες αναμετρήσεις. Αρχικά, η ποινική καταδίκη του Τραμπ στις 30 Μαΐου ήταν το πρώτο καταλυτικό μέσο που οδήγησε σε αύξηση όσον αφορά τις δωρεές στην εκστρατεία του πρώην προέδρου.
Ο τραυματισμός του Ρέιγκαν
Επειτα, κάποιοι υπενθυμίζουν ότι ο σοβαρός τραυματισμός του προέδρου Ρέιγκαν το 1981 αύξησε την αποδοχή του από περίπου 60% στο 68%. Επίσης, πέραν του γεγονότος ότι παραδοσιακά όταν τίθενται ζητήματα κρίσης εμπιστοσύνης σε κοινωνίες τα πολιτικά συστήματα μετατοπίζονται προς τα δεξιά, αναμένεται να ενισχυθούν και οι φωνές που θα επιχειρήσουν να διαστρεβλώσουν την πραγματική διάσταση των γεγονότων και να προβάλουν συνωμοσιολογικές θεωρίες για συμφέροντα που κατά κάποιο τρόπο φέρουν μερίδιο ευθύνης.
Στον αντίποδα, όπως επισημαίνει ο ιστότοπος Vox, αναπτύσσονται επιχειρήματα για το ότι οι εκλογές απέχουν αρκετά ώστε να μεσολαβήσει ένα διάστημα στο οποίο κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις. Μόλις λίγες μέρες πριν, το ενδιαφέρον μονοπωλούσε το αν ο Μπάιντεν θα διατηρήσει ή όχι την υποψηφιότητά του. Επίσης δημοσκοπικά δεν καταγράφεται κινητικότητα ή δυναμική μετατοπίσεων στη μεγάλη πλειονότητα των ψηφοφόρων, κάτι που μπορεί να υποδεικνύει ότι δεν είναι μεγάλα και τα περιθώρια να αποτυπωθεί στην πράξη μια παροδική συμπάθεια υπέρ του τραυματισμένου υποψηφίου.
Δεν έχουν διαμορφωθεί τετελεσμένα
Εκείνο στο οποίο συγκλίνουν οι απόψεις των αναλυτών είναι ότι δύσκολα μπορεί να πει κανείς πως έχουν διαμορφωθεί τετελεσμένα για τις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Οπως υπογραμμίζει ο Γκίντεον Ράχμαν στους «Financial Times», ο Τραμπ είναι μια άκρως πολωτική προσωπικότητα και κατ’ επέκταση μοιάζει μοιρολατρικός ο φόβος ορισμένων Δημοκρατικών ότι οι εκλογές έχουν κριθεί.
Πάντως, ο ισχυρισμός των Ρεπουμπλικανών ότι οι Δημοκρατικοί ενθάρρυναν την πολιτική βία θα προβληθεί ως απάντηση σε όσα η εκστρατεία Μπάιντεν αποδίδει στον Τραμπ περί συνεχούς απειλής για την αμερικανική δημοκρατία.
Επιπλέον, πολιτικοί αναλυτές υπογραμμίζουν πως πρέπει να αποφεύγονται προσπάθειες συμψηφισμού και πως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να διαγράψει την επίθεση οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021 επειδή τώρα ο πρώην πρόεδρος δέχθηκε επίθεση κατά της ζωής του.
Κάτι που επίσης δεν μπορεί να αγνοηθεί είναι πως πριν από την απόπειρα κατά του Τραμπ το κυρίαρχο θέμα ήταν η ικανότητα του Μπάιντεν να διεκδικήσει μια νέα θητεία και να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του ή η προοπτική αντικατάστασής του, κάτι που θα μπορούσε ενδεχομένως να μείνει στην άκρη προκειμένου να μην υποστεί και νέο ισχυρό σοκ το αμερικανικό πολιτικό σύστημα.