«Κανείς δεν πιστεύει, συμπεριλαμβανομένων των Πολωνών, ότι εάν κερδίσει ο Πούτιν στην Ουκρανία, θα σταματήσει εκεί», είπε πρόσφατα ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Άρα, κινδυνολογεί ή είναι πράγματι μια σοβαρή πιθανότητα μια νέα ρωσική εισβολή;

Ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επαναλάβει και πιο πρόσφατα, αρχές του 2024, ότι «οι δηλώσεις τους για την υποτιθέμενη πρόθεσή μας να επιτεθούμε στην Ευρώπη μετά την Ουκρανία [είναι] σκέτη ανοησία».

Μια απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση, όμως προϋποθέτει, την απάντηση εάν η Ρωσία… μπορεί να πολεμήσει πέραν της Πολωνίας και τη… μεγαλύτερη στρατιωτική συμμαχία του πλανήτη.

Σύμφωνα με νέα μελέτη της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης του Ινστιτούτου Quincy, που κάνει μια συγκριτική αξιολόγηση των αντίπαλων δυνάμεων, σε έναν πόλεμο η Ατλαντική Συμμαχία θα υπερείχε καταθλιπτικά σε επίπεδο συμβατικών δυνάμεων.

«Το ΝΑΤΟ έχει μεγαλύτερο πλεονέκτημα 3 προς 1 έναντι της Ρωσίας στις χερσαίες ενεργές δυνάμεις… Η συμμαχία έχει προβάδισμα 10 προς 1 στα στρατιωτικά αεροσκάφη και ένα μεγάλο ποιοτικό πλεονέκτημα επίσης, αυξάνοντας την πιθανότητα απόλυτης αεροπορικής υπεροχής. Στη θάλασσα, το ΝΑΤΟ πιθανότατα θα έχει την ικανότητα να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό στη ρωσική ναυτιλία, το κόστος του οποίου θα επισκιάσει τις τρέχουσες οικονομικές κυρώσεις. Ενώ η Ρωσία έχει σαφή υπεροχή έναντι μεμονωμένων κρατών του ΝΑΤΟ, ειδικά στη Βαλτική, είναι εξαιρετικά απίθανο να ασκήσει αυτό το πλεονέκτημα χωρίς να πυροδοτήσει έναν ευρύτερο πόλεμο με ολόκληρη τη συμμαχία του ΝΑΤΟ».

Άραγε πως θα ήταν δυνατόν να αποφασίσει το Κρεμλίνο να εισβάλει στην Πολωνία και να τα βάλει με ενωμένους τους δυτικούς στρατούς, τη στιγμή που πασχίζει να νικήσει τον πιο αδύναμο ουκρανικό στρατό, υπό πιο ευνοϊκές συνθήκες, δηλαδή, διαχειρίσιμες γραμμές εφοδιασμού, καλύτερη εξοικείωση με το έδαφος και τις τοπικές συνθήκες.

«Το να φανταστεί κανείς ότι η Ρωσία θα ξεκινούσε έναν πόλεμο με το ΝΑΤΟ όταν έχει δείξει ελάχιστη ικανότητα να κατακτήσει, πόσο μάλλον να καταλάβει και να κυβερνήσει, τον τεράστιο όγκο του ουκρανικού εδάφους είναι σαν να καταλογίζει ένα βαθμό παραλογισμού στο Κρεμλίνο, κάτι που δεν έχει δείξει μέχρι σήμερα» λέει το πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA και ειδικός αναλυτής στη Ρωσία, Τζορτζ Μπίμπε.

Ο Αμερικανός αναλυτής, όχι μόνο διαφωνεί ξεκάθαρα με την κινδυνολογία του Μπάιντεν, αλλά εκτιμά ότι οι θέσεις του δεύτερου, μοιάζουν με τις καταστροφικές πολιτικές των πολιτικών του Α΄ΠΠ που οδήγησαν στο ξέσπασμα του καταστρεπτικού πολέμου.

«Η κατανόηση των προθέσεων ενός πιθανού αντιπάλου είναι μια από τις πιο σημαντικές αλλά και πιο δύσκολες προκλήσεις που αντιμετωπίζει κάθε πολιτικός» λέει σε ανάλυσή του στο Responsible Statecraft. «Η υποτίμηση της επιθετικής πρόθεσης ενός κράτους, μπορεί να αποθαρρύνει τις συνετές αμυντικές προετοιμασίες που είναι απαραίτητες για την αποτροπή ενός πολέμου, όπως συνέβη στο προοίμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» με τον Νέβιλ Τσάμπερλεν και την πολιτική του κατευνασμού που υιοθέτησε» αναφέρει ο αναλυτής.

Ωστόσο, από την άλλη, υπογραμμίζει ότι «υπερεκτίμησή του αντιπάλου μπορεί να δημιουργήσει έναν κύκλο ολοένα και πιο απειλητικών στρατιωτικών μέτρων που καταλήγουν σε μια σύγκρουση που καμία πλευρά δεν επιδίωξε, όπως συνέβη στην πορεία μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο».

Γι’ αυτό και ο Αμερικανός αναλυτής της CIA προειδοποιεί πως για να αποφευχθεί ένας καταστρεπτικός πόλεμος, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ πρέπει να ανησυχούν λιγότερο για την επανάληψη των λαθών του Νέβιλ Τσάμπερλεν και περισσότερο για το γιατί οι Ευρωπαίοι ηγέτες οδηγήθηκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.