Η αγορά φυσικού αερίου είναι εκείνο το «μικρό» αδερφάκι του πετρελαίου στο οποίο λίγοι δίνουν σημασία. Είναι αλήθεια ότι παράγει πολύ λιγότερα χρήματα από την πώληση αργού πετρελαίου και ότι τα αποθέματά του αφθονούν σε χώρες κοντά στη Δύση (ΗΠΑ, Αυστραλία…), γι’ αυτό παραδοσιακά περνάει κάπως απαρατήρητο (δεν είναι τόσο κρίσιμη αγορά για την οικονομία). Ωστόσο, ορισμένοι από τους μεγάλους παραγωγούς έχουν αρχίσει να κάνουν βήματα για να ασκήσουν επιρροή στην αγορά φυσικού αερίου και να επιτύχουν μεγαλύτερη μεγιστοποίηση των κερδών μέσω του μεγαλύτερου ελέγχου της πρώτης ύλης, κάτι παρόμοιο με αυτό που κάνει ο Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών με το αργό πετρέλαιο.
Το καρτέλ πετρελαίου έχει χρησιμεύσει για χρόνια στη διατήρηση «τεχνητά» υψηλών τιμών με κόστος τον περιορισμό της παγκόσμιας προσφοράς. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι παραγωγοί παίρνουν μεγαλύτερο μερίδιο από την «πίτα», ενώ οι καταναλωτές χάνουν. Τώρα, η Ρωσία και το Ιράν έχουν αρχίσει να λαμβάνουν μέτρα για να βάλουν τα θεμέλια ενός μελλοντικού «OPEC» φυσικού αερίου που θα ελέγχει το 60% των αποθεμάτων του πλανήτη.
Τα πλεονεκτήματα
Αυτό το πρώτο βήμα ήταν η υπογραφή ενός μνημονίου συμφωνίας (MoU) πριν από λίγες ημέρες μεταξύ του ρωσικού κρατικού γίγαντα φυσικού αερίου Gazprom και της Εθνικής Ιρανικής Εταιρείας Φυσικού Αερίου (NIGC) για την έναρξη απευθείας μεταφοράς φυσικού αερίου από τη Ρωσία στο Ιράν, σαν μια ενιαία αγορά. Και οι δύο χώρες θα σταματήσουν να ανταγωνίζονται στην αγορά για να εργαστούν σαν να ήταν, πρακτικά, ένας μόνο παραγωγός φυσικού αερίου. Τα πλεονεκτήματα για τη Ρωσία και το Ιράν είναι προφανή, αφού μπορούν να εφαρμόσουν την ίδια τιμή και να ελέγξουν μεγαλύτερο μέρος της αγοράς.
Αυτό θα «λειτουργήσει ως επανάσταση στο ενεργειακό και βιομηχανικό σενάριο της περιοχής», σύμφωνα με τον υπουργό Πετρελαίου του Ιράν Τζαβάντ Οουτζί. Στην πραγματικότητα, αυτό το μνημόνιο συνεννόησης και τα άλλα που προηγήθηκαν μπορούν να θεωρηθούν ως ένα σημαντικό βήμα που θα επιτρέψει στις δύο χώρες να εφαρμόσουν ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο και να γίνουν οι πρώτες συμμετέχουσες σε ένα παγκόσμιο καρτέλ προμηθευτών φυσικού αερίου, σύμφωνα με το πρότυπο του OPEC.
Επί τρία χρόνια, η ρητορική και των δύο χωρών υποδείκνυε την πιθανότητα σχηματισμού αυτού του «συνασπισμού». Μάλιστα, το 2020, ο ρώσος διευθυντής του Φόρουμ των Χωρών Εξαγωγής Αερίου μιλούσε ήδη ανοιχτά για το ενδεχόμενο και το 2022 υπήρξε μια πρώτη προσέγγιση με ένα πρώτο μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ Gazprom και Εθνικής Ιρανικής Εταιρείας Πετρελαίου (NIOC), ύψους περίπου 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία έχει ήδη επισημανθεί για αυτή τη δυνατότητα.
Ο έλεγχος
Η συμμαχία Ρωσίας – Ιράν, όπως αποδεικνύεται από το μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ Gazprom και NIGC και την προηγούμενη συμφωνία του 2022, στοχεύει στον έλεγχο των δύο βασικών στοιχείων του παγκόσμιου πίνακα εφοδιασμού: του αερίου που παρέχεται από ξηρά μέσω αγωγών φυσικού αερίου και αυτού που μεταφέρεται μέσω πλοίων με τη μορφή LNG.
Το κλειδί βρίσκεται στα λόγια του Hamid Hosseini, προέδρου της Ενωσης Εξαγωγέων Πετρελαίου, Αερίου και Πετροχημικών του Ιράν, στην Τεχεράνη, λίγο μετά την υπογραφή του μνημονίου συμφωνίας Gazprom – NIOC το 2022: «Οι Ρώσοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για το φυσικό αέριο η κατανάλωση στον κόσμο θα αυξηθεί και η τάση προς την κατανάλωση LNG έχει αυξηθεί και από μόνοι τους δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στην παγκόσμια ζήτηση, επομένως δεν υπάρχει χώρος για ανταγωνισμό φυσικού αερίου (μεταξύ Ρωσίας και Ιράν)». Επιπλέον, ο Hosseini επεσήμανε ότι μέχρι τώρα «ο νικητής του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αφού καταλαμβάνουν την ευρωπαϊκή αγορά, επομένως το Ιράν και η Ρωσία πρέπει να συνεργαστούν για να μειώσουν την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στις αγορές πετρελαίου, φυσικού αερίου και προϊόντων που συνεργάζονται, κάτι που θα ωφελήσει και τις δύο χώρες».