Η μορφή του κυπριακού προβλήματος παγιώθηκε μετά το 1960, με τη συγκρότηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στη βάση των Συνθηκών Ζυρίχης – Λονδίνου, οι οποίες είχαν υπογραφεί την προηγούμενη χρονιά μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδος, Τουρκίας και των δύο εθνικών κοινοτήτων του νησιού. Το πολίτευμα του νέου κράτους προϋπέθετε την υποχρέωση συνεργασίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες, που είχαν διαφορετική γλώσσα, θρησκεία και ταυτότητα. Μοιραία, σύντομα άρχισαν οι προστριβές ανάμεσα στις δύο κοινότητες, με πιο έντονο ζήτημα αυτό των διορισμών Τουρκοκυπρίων στη δημόσια διοίκηση, κατά το ποσοστό που είχε συμφωνηθεί, επειδή η κυβέρνηση θεωρούσε ότι δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα. Η εκατέρωθεν καχυποψία, οι δύο εθνικές κοινότητες, υποβοηθούμενες από τα κράτη αναφοράς, την Ελλάδα και την Τουρκία, διχάζονταν περισσότερο, ενώ αναπτύχθηκε παραστρατιωτική δραστηριότητα από τον υπουργό του Μακάριου Πολύκαρπο Γεωρκάτζη, από τον (μετέπειτα πραξικοπηματία) Νίκο Σαμψών και άλλους – και από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, εκ μέρους του Ραούφ Ντενκτάς.
Τον Δεκέμβριο του 1963, με αφορμή εισήγηση του κύπριου προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για τροποποίηση του συντάγματος, οι ιδρυτικές συμφωνίες κατέρρευσαν μέσα στη βία και μαζί η ιδέα του ομοσπονδιακού κράτους. Εμεινε το βασικό κέλυφος ενός αμιγώς ελληνικού κράτους με τους Τουρκοκύπριους μειονότητα, οι οποίοι ήθελαν το δικό τους ξεχωριστό τουρκικό κράτος. Ηταν αυτό που αργότερα προσδιορίστηκε ως «η πρώτη διχοτόμηση».
Η ιδέα της ένωσης με την Ελλάδα έγινε κυρίαρχη τα επόμενα χρόνια και υποστηρίχθηκε στρατιωτικά από τον Γεώργιο Γρίβα. Η περίοδος βρίθει ένοπλων επιθέσεων σε τουρκοκυπριακά χωριά, ενώ σε μια τουλάχιστον περίπτωση, μιας αλλοπρόσαλλης στρατιωτικής επιχείρησης στην περιοχή Μανσούρας – Κοκκίνων, που έληξε άδοξα με τον βομβαρδισμό χωριών της ελληνοκυπριακής κοινότητας από την τουρκική αεροπορία, απειλήθηκε πολεμικό επεισόδιο. Ηδη από το 1967, όμως, κυοφορούνταν η ιδέα ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Κύπρο, με στόχο την ανατροπή του Μακάριου – ελληνικοί κύκλοι που θεωρούσαν ότι στην Κύπρο θα μπορούσε να αναστηθεί η Μεγάλη Ιδέα την προωθούσαν. Εγινε πράξη το 1974 – και μαζί η ταφόπλακα των πολιτικών στην Κύπρο και την Ελλάδα έως τότε, αφού λειτούργησε ως πρόσχημα για την εισβολή της Τουρκίας και την κατοχή του 37% του νησιού.
Κι όμως. Το μεγάλο έγκλημα της χούντας, τον Ιούλιο του 1974, 50 χρόνια πριν, που οδήγησε και στην κατάρρευσή της, δεν έκλεισε τις ελπίδες για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού. Ο άθλος της κυβέρνησης Σημίτη να εντάξει την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε να είναι η αφετηρία της λύσης. Η ευκαιρία δόθηκε το 2004, είκοσι χρόνια πριν, όταν ο τότε επικεφαλής του ΟΗΕ Κόφι Ανάν συνέβαλε στην εκπόνηση ενός βιώσιμου σχεδίου για τη δημιουργία μιας ενιαίας κρατικής οντότητας, μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, η οποία προέβλεπε επιστροφή προσφύγων, επιστροφή εδαφών από τα Κατεχόμενα στους δικαιούχους τους, σταδιακή αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και μια βιώσιμη κεντρική κυβέρνηση, στην οποία θα εκπροσωπούνται αναλογικά και οι δύο κοινότητες. Ολα αυτά, στο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Οι Τουρκοκύπριοι χαιρέτισαν την εξέλιξη, ήταν μια ευκαιρία γι’ αυτούς να γίνουν Ευρωπαίοι. Οι Ελληνοκύπριοι, αντίθετα, με την επίνευση της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, ψήφισαν Οχι. Ψήφισαν δηλαδή εναντίον της ομοσπονδίας, ουσιαστικά νομιμοποίησαν τη διχοτόμηση. Το πουλάκι πέταξε – και απομακρύνθηκε, φοβάμαι οριστικά, μετά το Κραν Μοντανά, το 2017.
Η ενιαία ευρωπαϊκή Κύπρος ήταν εφικτή. Δυστυχώς, η ελληνοκυπριακή και η ελληνική πλευρά, με συγκεκριμένους πολιτικούς, εργάστηκαν για μια ακόμα μεγάλη εθνική ήττα. Και πλέον είναι πολύ αργά για δάκρυα.