Τον Απρίλιο του 1981 δημοσίευσα μια επιφυλλίδα με τον παραπάνω τίτλο. Πιστεύω πως αυτόν τον καιρό, με τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, ιδιαιτέρως στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, εν πλήρει εξελίξει (με το Φεστιβάλ Επιδαύρου να συμπληρώνει φέτος 70 χρόνια από την, άτυπη, εκκίνησή του το 1954 με τον ευριπίδειο «Ιππόλυτο» του Εθνικού Θεάτρου, του Ροντήρη, του Αλεξανδράκη, της Βεργή, του Κωτσόπουλου), το κείμενο ετούτο μπορεί να φανεί ακόμη χρήσιμο: «Η κοινόχρηστη σήμερα λέξη ΗΘΟΠΟΙΟΣ είναι μάλλον πολύ πρόσφατη, μόλις ενάμιση αιώνα, αν σκεφτεί κανένας πως το επάγγελμα που πρώτο διακόνισε ο Θέσπις έκλεισε πριν από 15 χρόνια, μέσα της δεκαετίας του 1960, τους 25 αιώνες (το Πάριο ημερολόγιο μαρτυρεί πως το 534 ο Θέσπις βραβεύτηκε σε αγώνα τραγωδίας). Χωρίς να μπορώ από αυτή τη θέση να είμαι διεξοδικός και εξαντλητικός, νομίζω πως ο όρος δεικηλιστής είναι ίσως η πρώτη λέξη που σήμανε το επάγγελμα. Η λέξη μάλλον είναι δωρική και σημαίνει “το ενεργούν πρόσωπον” – την αναφέρει ο Πλούταρχος και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ως όρο που χρησιμοποιούσαν οι Λάκωνες για να χαρακτηρίσουν τους μίμους. Δείκηλον σημαίνει: παράσταση, έκθεση, ομοίωμα, μίμημα, είκασμα, ακόμα και φάντασμα.

Ο Ηρόδοτος, αναφερόμενος στον Αμασι, σημειώνει πως οι Αιγύπτιοι “τα δείκηλα των παθέων αυτού νυκτός ποιούσι”, τα οποία “καλούσι μυστήρια”. Η λέξη στον Ηρόδοτο λειτουργεί ως θεατρικός όρος, ως θεατρική μίμηση, αναπαράσταση των παθών. Ο όρος εθελοντής, που συνοδεύει το επάγγελμα στην πρώτη μετά Θέσπι περίοδο, φαίνεται πως έχει θηβαϊκή προέλευση, αν βασιστούμε στον Αθήναιο που αναφέρει πως οι Θηβαίοι τους δεικηλιστές “καλούσι εθελοντάς”, επειδή συνήθιζαν να δίνουν τα δικά τους ονόματα στα πράγματα. Βέβαια, ο όρος εθελοντής, μόλο που έχει τη σημασία του αυτοπροσφερόμενου, δεν πρέπει να βιαστούμε να τον ταυτίσουμε με αυτό που λέμε σήμερα ερασιτέχνη, τον μη επαγγελματία. Ενα σχόλιο του Ευστάθιου φωτίζει τον όρο: “Εθελονταί διδάσκαλοι, οι εκ των ιδίων χορηγούντες”. Είναι, λοιπόν, πριν οι χορηγίες γίνουν δημόσια υποχρέωση, λειτουργία, όσοι διδάσκουν θέατρο, βάζοντας τα έξοδα από την τσέπη τους. […] Παρ’ όλο που ο όρος μίμησις στοίχειωσε την παγκόσμια φιλολογία, αισθητική και φιλοσοφία, ύστερα από τις ειδικές χρήσεις της στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ιδιαίτερα ως θεατρικός όρος σ’ αυτόν, δεν νομιμοποίησε το μίμος και το μιμητής με συγκεκριμένη επαγγελματική φόρτιση.

Ο όρος μίμος θα έρθει στα ελληνικά ως αντιδάνειο ύστερα από τη χρήση του στη Δύση μέσω Ρώμης. Ο μίμος στον Αριστοτέλη σήμαινε περισσότερο ένα είδος δραματικής ποιήσεως κι ο μιμητής στον Πλάτωνα  δήλωνε περισσότερο τον πλάνο, τον αγύρτη, τον γόητα. Επαγγελματικός όρος την ένδοξη εποχή και για πολλούς αιώνες έγινε η λέξη υποκριτής. Υποκρίνομαι σημαίνει αποκρίνομαι, απαντώ και ανακρίνω, και από αυτή τη σημασία συνήθως ξεκινάει κάθε σημασιολογική προσέγγιση του όρου. Προσεκτικότερη, όμως, μελέτη θα μας πήγαινε σε ειδικότερες σημασίες, πλησιέστερες στη θεατρική πρακτική. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως η Πυθία “υπεκρίνατο τοις Λυδοίς”. Εδώ η λέξη σαφώς κρύβει τη σημασία του διάμεσου, σημαίνει μιλώ στη θέση του άλλου, μεταφέρω με τη φωνή μου απόψεις άλλου. Με τη φωνή της Πυθίας “μιλούσε” ο Απόλλωνας.

Ο Ομηρος χρησιμοποιεί το “υποκρίνω” και το “υποκρίνομαι” με τη σημασία του ερμηνεύω, εξηγώ, και το συνάπτει με τα όνειρα. Ετσι κι ο Αριστοφάνης στους “Σφήκες”. Υποκριτής, λοιπόν, είναι ο ερμηνευτής, ο εξηγητής, ο αποκρυπτογράφος, ο ονειροκρίτης. Νομίζω πως ο όρος “υποκριτής” που επικράτησε για να δηλώσει τη μιμική πράξη ως επάγγελμα προέρχεται μάλλον από αυτές τις σημασίες, που ανάγονται στη μαντική τέχνη και στην ερμηνευτική των ονείρων. Η υπόκριση με τον καιρό ταυτίζεται με τη μίμηση και ήδη τον 3ο αιώνα έχουμε έναν εντελή ορισμό στη “Ρητορική” του Αψίνη: “υπόκρισις εστί μίμησις των κατ’ αλήθειαν εκάστω παρισταμένων ηθών και παθών και διαθέσεων σώματός τε και τόνου φωνής προσφόρου τοις υποκειμένοις πράγμασι».