Οσες φορές η κυβέρνηση επέλεξε τις καθαρές λύσεις από τα μισόλογα, τις περισσότερες φορές βγήκε κερδισμένη. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν στην περίοδο της ενεργειακής κρίσης 2022-2023. Εκανε πολλά λάθη στην αρχή. Οι πρώτες επιδοτήσεις δεν κάλυπταν παρά μικρό μέρος του προβλήματος και πολλοί καταναλωτές φορτώθηκαν με υπέρογκους λογαριασμούς. Στη συνέχεια ωστόσο αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κατάσταση, βρήκε τη λύση με τον μηχανισμό στήριξης που δημιούργησε, κλείδωσε μια τιμή ρεύματος σταθερή για περίπου 17 μήνες και πήρε ανάσα όλη η χώρα. Παράλληλα, έδωσε και τη δυνατότητα κατασκευής αιολικών και φωτοβολταϊκών μονάδων, σε τέτοιο βαθμό που πλέον έχουμε περίσσευμα πράσινης ενέργειας, και ξεκίνησε το ξεκαθάρισμα των τιμολογίων με πολύχρωμα που καθιέρωσε.
Κάπου εκεί, ωστόσο, το θέμα των τιμών του ρεύματος σταμάτησε να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής της. Τα δομικά προβλήματα της αγοράς παρέμεναν και το πρόβλημα επέστρεψε. Αλλα ευρωπαϊκά, άλλα εγχώρια. Για παράδειγμα, η τιμή του ρεύματος γνωρίζαμε ότι προέκυπτε από την τιμή της ακριβότερης τεχνολογίας. Σταθερά στην αγορά εδώ και χρόνια, αυτή εντοπίζεται στο ρεύμα που παράγεται από τις μονάδες φυσικού αερίου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν το 80% του ρεύματος παράγεται ημερησίως με πολύ χαμηλό κόστος από τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά της χώρας, αυτόματα τιμολογείται με την τιμή των 150-200 ευρώ ανά μεγαβατώρα που πουλάει η ακριβότερη ηλεκτροπαραγωγική μονάδα φυσικού αερίου, ακόμα και αν αυτή παράγει μόλις το 1% της ημερήσιας παραγωγής. Αυτή η προβληματική δομή υπήρχε στην ενεργειακή κρίση, όταν είδαμε τιμές πολλαπλάσιες των σημερινών. Αφέθηκε με ευρωπαϊκές ευθύνες να υπάρχει και μετά την κρίση. Πάνω σε αυτή τη δομή προκύπτουν και τα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των παραγωγών ρεύματος με θερμικές μονάδες. Για αυτό το θέμα η κυβέρνηση λίγα μπορούσε να κάνει. Απτεται του ευρωπαϊκού πλαισίου.
Υπάρχουν πράγματα όμως όπου θα μπορούσε να παρέμβει η κυβέρνηση. Για παράδειγμα, να περιορίσει τις εγγυημένες τιμές των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Οι πιο παλιοί από αυτούς έχουν κλειδωμένες ταρίφες, οι οποίες όσο πιο παλιά τις «κλείδωσαν» τόσο πιο μεγάλες είναι. Στις πρώτες εγκαταστάσεις των ΑΠΕ στην Ελλάδα επιχειρούνταν με αυτό το κίνητρο των εγγυημένων τιμών να γίνει πιο γρήγορα η πράσινη μετάβαση. Το αφήσαμε ωστόσο να ξεχειλώσει τόσο πολύ, που, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Θ. Σκυλακάκης χτες, πλέον συμμετέχουν και οι ΑΠΕ στην ακρίβεια των τιμολογίων. Εδώ και καιρό δηλαδή δεν υπήρχε λόγος να επιδοτείται η τιμή των νέων ΑΠΕ, στα επίπεδα των εποχών που τρέχαμε για να τα αναπτύξουμε.
Αυτό που φωνάζουν πλέον όλοι, θεωρώντας – και δικαίως – ότι αυτή είναι η λύση, είναι η δημιουργία πολλών μονάδων αποθήκευσης ενέργειας, προκειμένου το πρόβλημα των υψηλών τιμών που καταγράφεται τη νύχτα, όταν φεύγουν από την αγορά τα φωτοβολταϊκά, να αντιμετωπιστεί. Το πρόβλημα της αποθήκευσης αρχικά ήταν ότι η τεχνολογία δεν είχε προοδεύσει επαρκώς. Εδώ και μερικά χρόνια ωστόσο η τεχνολογία επιτρέπει να αποθηκεύουμε σημαντικές ποσότητες ενέργειας, αλλά ο ρυθμός ανάπτυξής τους είναι σταθερά αργός. Για κάτι τόσο σημαντικό για το κόστος ζωής και λειτουργίας όλων μας θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη ταχύτητα αποφάσεων, εγκρίσεων και πίεσης στην αγορά για να τρέξει τις απαραίτητες επενδύσεις. Η κυβέρνηση καθυστέρησε να δώσει τη δυνατότητα στις εταιρείες που ενδιαφέρονται χωρίς επιδότηση να αναπτύξουν συστήματα αποθήκευσης και τώρα τρέχει, ψάχνοντας τρόπους να αντιμετωπίσει τις φουσκωμένες τιμές ρεύματος από τις κακές διασυνδέσεις στα Βαλκάνια.