«Η δημοκρατία είναι ο κοινός μας θησαυρός» δήλωσε μεταξύ άλλων η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κατά την επανεκλογή της στο προεδρείο της Κομισιόν. Σαν ειρωνεία, ο πρώτος πρόεδρος της Κομισιόν ήταν μέλος ναζιστικών οργανώσεων και στρατιωτικός στον στρατό του Χίτλερ.
Πρώτος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ιστορία είχε διοριστεί ξανά Γερμανός, και ήταν ο Βάλτερ Χάλσταϊν, ένας διαπρεπής νομικός ήδη από τη δεκαετία του 1930.
Η δεκαετία εκείνη, όμως, ως γνωστόν, ήταν εκείνη που θριάμβευσε ο ναζισμός στη Γερμανία, προκαλώντας τον χειρότερο πόλεμο στην ανθρωπότητα τη δεκαετία του 1940.
Ποια, λοιπόν η δραστηριότητα του Χάλσταϊν τα σκοτεινά εκείνα χρόνια της ευρωπαϊκής και γερμανικής ιστορίας;
Στην επίσημη ιστορία της ΕΕ, αναφέρεται πως «…έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, από όπου στρατολογήθηκε από τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις το 1942, παρά την εχθρότητά του στον ναζισμό».
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που παρομοιάζουν οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αγωνίζονται για την δημοκρατία.
Ο Βάλτερ Χάλσταϊν είχε ενταχθεί, οικειοθελώς, σε μια σειρά ναζιστικών οργανώσεων με πρώτη και καλύτερη την Ένωση Εθνικοσοσιαλιστών Γερμανών Νομομαθών.
Μέσω αυτής, το ναζιστικό καθεστώς κατάφερε να καταστήσει τη δικαιοσύνη ένα αποτελεσματικό όργανο του μετά το 1933. Οι δικαστές «με χαρά και ειλικρίνεια ασπάζονται την εθνική κυβέρνηση της γερμανικής λαϊκής κοινότητας κάτω από την ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ και είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν…».
Όπως υποστήριξε κάποτε η Barbara Dietrich, αυτή η δήλωση των δικαστών «δεν μπορεί να εννοηθεί μόνο σαν τακτική τυπική ανακοίνωση αλληλεγγύης».
O Χάλσταϊν είχε διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ροστόκ ενώ πολύ γρήγορα βρέθηκε να κάθεται στη θέση του πρύτανη. Αξίζει να ρίξει κανείς μια ματιά στον περίφημο ναζιστικό λόγο του μετέπειτα Γερμανού Κομισιονάριου στο Ροστόκ το 1939.
Μέχρι το 1942 ήταν πλέον κοσμήτορας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Την περίοδο δηλαδή που το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης είχε υποστεί τις μεγαλύτερες εκκαθαρίσεις πανεπιστημιακού ιδρύματος στη Γερμανία, ο Χάλσταϊν ανέβαινε ταχύτατα -αναλογικά της μικρής του ηλικίας- βαθμίδες στην ακαδημαϊκή ιεραρχία.
Από το 1942 θα υπηρετούσε ως έφεδρος υπολοχαγός πυροβολικού στη Γαλλία.. Πρόσφατα στο αξιόλογο γαλλικό mediapart.fr είχανε και σχετικό αφιέρωμα.
Συνεπώς, η δράση του Χάλσταϊν κάθε άλλο παρά από εχθρότητα (hostility) μπορεί να χαρακτηριστεί.
Στην περίπτωση Χάλσταϊν ίσχυε ότι και για όλους του αξιωματούχους που υπηρέτησαν το καθεστώς. Μπορεί «να μην υπέφερε από τον [λεγόμενο] αντικομφορμισμό του» από το Γ’ Ράιχ, όπως υποστηρίζει ο ιστορικός Jürgen Elvert, αλλά «ήταν σχεδόν αδύνατο να παραμείνει κανείς ‘καθαρός’, εάν ήθελε να υπηρετήσει τη [ναζιστική] κυβέρνηση» όπως έγραψε ο καθηγητής Thomas Maulucci σε paper που δημοσίευσε το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Οι πραγματικοί εχθρικοί στο καθεστώς είτε απαγχονίστηκαν (φοιτήτρια Sophie Scholl), είτε εξαφανίστηκαν (δημοσιογράφος Φριτς Γκέρλιχ) είτε αποκλείστηκαν και φυλακίστηκαν, ενώ οι ύποπτοι και οι εχθροί του καθεστώς που υπηρέτησαν εστάλησαν σε ειδικές μονάδες ανεπιθύμητων όπως ο καθηγητής Βόλφγκανγκ Άμπεντροθ.
Ο δε Χάλσταϊν, ως γιος ανώτερου δημοσίου υπαλλήλου του Ράιχ, υιοθέτησε το πρότυπο του τυπικού Πρώσου λειτουργού για τον οποίο «σκληρή εργασία, πίστη, και κρυψίνοια βρίσκονται στο επίκεντρο της εργασιακής του ηθικής. Ήταν ένας δημόσιος λειτουργός παλιάς κοπής», που δούλεψε με ευλάβεια και εξελίχθηκε την εποχή της ναζιστικής διακυβέρνησης.
Υπήρξε κάποια τάση επιστροφής στις παλιές γερμανικές αξίες και ο Χάλσταϊν ενέπνευσε τις γερμανικές μεθόδους για να οικοδομήσει και να διαμορφώσει το μέλλον της Ευρώπης, όπως ανέφερε η δρ. Henriette Müller. «Υπό την έννοια αυτή, η ιδέα ενός ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους και η οργάνωση της Κομισιόν ως εξειδικευμένης και πιστής γραφειοκρατίας δεν είναι τόσο καινοτόμες όπως νομίζαμε», υποστηρίζει η Müller.
Η επιμονή του να περάσει τις πολιτικές του στον μέγιστο βαθμό προκαλούσε ανησυχία ακόμα και στους υπόλοιπους ευρωπατέρες της εποχής. «Ο Ντε Γκώλ και ο Μοννέ παρατηρούσαν ότι ο Χάλσταϊν κρατούσε μια δογματική στάση, σε συνδυασμό με μια έλλειψη ευελιξίας απέναντι στα κράτη-μέλη…». Ήταν αδύνατον για τον ίδιο να αντιμετωπίσει με πολιτική ευαισθησία τα διάφορα θέματα που ανέκυπταν.