Οι ανοιχτές διαδικασίες εκλογής ηγεσίας που εισήγαγε ο Γιώργος Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ το 2004 και καθιερώθηκαν, στη συνέχεια, από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούνται σήμερα κάτι σαν δημοκρατικό κεκτημένο. Και, πράγματι, αρχικά στόχευε στο άνοιγμα των κομμάτων στην κοινωνία και στην αύξηση της νομιμοποίησης του εκάστοτε προέδρου. Είκοσι χρόνια μετά μπορούμε να πούμε ότι οι στόχοι επετεύχθησαν;

Ας ξεκινήσουμε από το ζήτημα του προέδρου. Οι αρχηγοί που εξελέγησαν έτσι πέτυχαν να επικρατήσουν με χιλιάδες ψήφους. Oμως η εξουσία, αν θέλει να υπόκειται στους δημοκρατικούς κανόνες, πρέπει και να λογοδοτεί. Οι αρχηγοί αυτοί αντικειμενικά δεν λογοδοτούν στο σώμα που τους εξέλεξε αφού τέτοιο σώμα δεν υπάρχει. Υπάρχει ένα pool εκλογέων από μέλη και «φίλους», από ενεργά κομματικά υποκείμενα, ψηφοφόρους του κόμματος ή και άλλων κομμάτων, απλούς πολίτες που ενδιαφέρονται, ανθρώπους που τη βρίσκουν να ψηφίζουν όπου μπορούν κι οτιδήποτε μπορεί να βάλει η φαντασία μας αφού ακριβές μείγμα δεν γνωρίζουμε.

Το πού λογοδοτεί, άρα, ο εκλεγμένος είναι τόσο ρευστό όσο ρευστοί είναι κι οι δεσμοί των εκλογέων με το κόμμα που συν-δημιουργούν. Κι αυτό παράγει αυξημένη νομιμοποίηση και μειωμένη λογοδοσία. Αυτό μας φέρνει στο πρώτο ερώτημα, στο αν άνοιξαν τα κόμματα στην κοινωνία. Δυστυχώς, δεν μας προκύπτει. Δεν έχουμε ενδείξεις ότι υπήρξε σημαντική αξιοποίηση ή μαζική ενεργοποίηση ανθρώπων που δεν είχαν προηγουμένως καμία οργανική κι οργανωτική σχέση με τα κόμματα. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κομματικά όργανα παραμένουν το ίδιο κλειστά «στην κοινωνία» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) όσο ήταν και πριν, αφού εκλέγονται με τις ίδιες διαδικασίες και πρακτικές που εκλέγονταν πάντα.

Πέραν των διακηρυγμένων στόχων, αξίζει δε να καταγράφουν και φαινόμενα που παρήγαγε η στροφή σε ανοιχτές διαδικασίες. Διότι πριν από αυτές πολύ δύσκολα θα εκλεγόταν πρόεδρος ένας σχεδόν άγνωστος που είχε έρθει στη χώρα για διακοπές και θα ήταν μάλλον αδύνατον να διεκδικούν την προεδρία κομμάτων άνθρωποι που δεν είναι καν μέλη τους και που την επόμενη μέρα, εφόσον χάσουν, θα πάνε σπίτια τους. Δεν μπορεί, λοιπόν, να αποτελεί ακόμη ταμπού η συζήτηση για το αν αξίζει στα κόμματα να λειτουργούν ως προσωποπαγείς ομάδες με διαδικασίες μέτρησης δημοφιλίας. Διότι, καμία φορά, ό,τι μοιάζει δημοκρατικό δεν καταλήγει και να είναι.