Πριν από μερικά χρόνια, το 2019, είχε προσδιοριστεί ότι το επενδυτικό κενό που είχε δημιουργηθεί από το 2009 και μετά στην ελληνική οικονομία ξεπερνούσε τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Ηταν η εποχή που δεν υπήρχαν λεφτά και… μυαλό ούτε για την αντικατάσταση ενός μηχανήματος σε μια ιδιωτική επιχείρηση ή την αγορά ενός λεωφορείου στον δημόσιο τομέα. Το 2019 η κυβέρνηση έβαλε ως πρώτο στόχο την ανάταξη του επενδυτικού κλίματος, με ιδιαίτερη έμφαση την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Πολλά πράγματα άλλαξαν. Η τάση βελτιώθηκε. Το κενό ωστόσο δεν καλύφθηκε και η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν εύκολο να καλυφθεί. Για να γίνει αντιληπτή η διαφορά, πριν απ’ την κρίση το 2009 η χώρα κινούνταν με ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, της τάξης του 24%. Υστερα από τόσα χρόνια μετά την κρίση, δεν έχουμε ακόμα ξεπεράσει τα επίπεδα του 14%. Η διαφορά ξεπερνάει σε ετήσια βάση τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ. Τόσες επενδύσεις μας λείπουν.

Χθες ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας επισήμανε ότι μόλις πρόσφατα οι νέες επενδύσεις κάλυψαν τις αποσβέσεις κεφαλαίου. Με λίγα λόγια ήμασταν στο μείον, οι επενδύσεις συρρικνώνονταν και μόλις φτάσαμε στην ισορροπία που αρχίζουμε να καλύπτουμε το χαμένο έδαφος. Πλέον πρέπει να τρέξουμε για πολλά χρόνια με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των επενδύσεων προκειμένου να φτάσουμε στις παλιές μας επιδόσεις. Χωρίς ζωηρή ανάπτυξη των επενδύσεων, ο ίδιος ο κ. Βέττας χαρακτήρισε αδύνατη την επίτευξη των ρυθμών ανάπτυξης που έχουν προγραμματιστεί για φέτος (περίπου 2-2,3%) και του χρόνου (περίπου 2,5%). Ειδικά τώρα που παρατηρείται ότι άλλοι σημαντικοί δείκτες της οικονομίας έχουν φρενάρει σε εντυπωσιακό βαθμό. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στο ΑΕΠ πρώτου τριμήνου η αρνητική έκπληξη ήταν η σημαντική μείωση των εξαγωγών αγαθών με ποσοστό -8,8%, η οποία σε συνδυασμό με την αύξηση κατά +2,5% των εισαγωγών, προκάλεσε την πρώτη εδώ και πολλούς μήνες σοβαρή επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Σε επίπεδο τετραμήνου το συνολικό εμπορικό έλλειμμα έχει φτάσει τα 6,7 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 975 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2023. Το ισοζύγιο ωστόσο των αγαθών μόνο του εμφανίζει μεγαλύτερο έλλειμμα κατά 1,9 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι, με ισόποση μείωση εξαγωγών και αύξηση εισαγωγών.

Το ΙΟΒΕ με δεδομένη την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στις εξαγωγές και σε άλλους δείκτες της οικονομίας, όπως η δημόσια κατανάλωση (επίσης αρνητική), σημειώνει την ανάγκη να τρέξουν οι επενδύσεις αν θέλουμε να συνεχιστεί η μεγέθυνση της οικονομίας, η αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους και η διατήρηση ικανού εργατικού δυναμικού στη χώρα.

Πρώτος αποδέκτης του μηνύματος προφανέστατα η κυβέρνηση, καθώς μεγάλο μέρος της προσπάθειας περνάει από τις δημόσιες επενδύσεις. Ο κρίσιμος ωστόσο ρόλος είναι αυτός των ιδιωτικών επενδύσεων. Πολύ πιο δύσκολη δουλειά, καθώς για να ενισχυθούν αυτές χρειάζεται κινητροδότηση, άρση κάθε εμποδίου, δηλαδή μεταρρυθμίσεις. Για το τελευταίο η πρόσφατη έκθεση της EY δεν αφήνει πολλές ελπίδες. Μπορεί να αναγνωρίζει την αυξημένη σε σχέση με το παρελθόν βούληση των ελληνικών επιχειρήσεων να επενδύσουν τον επόμενο χρόνο (περίπου μία στις δύο). Ωστόσο σε αντίστοιχου μεγέθους χώρες, όπου τα εμπόδια είναι λιγότερα, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, αυτή η βούληση είναι πολύ πιο ενισχυμένη με ποσοστό 79% και 84% αντίστοιχα.