Με αφορμή τα 50 χρόνια από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο έχει ξεκινήσει μια συζήτηση στην Αθήνα για την ανάγκη να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για την επίλυση του Κυπριακού. Πόσο ρεαλιστικές είναι αυτές οι επιδιώξεις, τη στιγμή που στα πενήντα χρόνια που πέρασαν λύση δεν επιτευχθεί, ενώ πρόσφατα η τουρκική ηγεσία άρχισε να μιλάει για «λύση δύο κρατών»;

Γνωρίζουμε το πλαίσιο λύσης που διαχρονικά επιθυμεί η Αγκυρα: διαιώνιση της κατοχής στον βορρά (με διατήρηση του δικαιώματος επέμβασης στο νησί ως εγγυήτρια δύναμη) με ταυτόχρονη δορυφοροποίηση του ελεύθερου τμήματος και τουρκική διείσδυση σε αυτό.

Για να μην έχουμε αυταπάτες, αξίζει να τονιστούν τρία πράγματα: Πρώτον, η Αγκυρα είναι ο μοναδικός λήπτης αποφάσεων στην τουρκική πλευρά.

Το τι λένε οι Τουρκοκύπριοι δεν έχει καμία σημασία. Δεύτερον, η Τουρκία δεν πρόκειται να απεμπολήσει τα πλεονεκτήματα που αποκόμισε από την εισβολή του 1974, με πρώτο και κυριότερο αυτό της παρουσίας τουρκικών στρατευμάτων στο νησί.

Το τουρκικό ενδιαφέρον για την Κύπρο είναι καθαρά στρατηγικού χαρακτήρα· η Τουρκία θα ενδιαφερόταν για την Κύπρο λόγω της γεωγραφικής θέσης της στην Ανατολική Μεσόγειο, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας Τουρκοκύπριος εκεί. Τρίτον, η Τουρκία δεν έχει υποστεί κανένα σοβαρό κόστος εξαιτίας της αδιαλλαξίας της.

Τουναντίον, η τουρκική αδιαλλαξία έχει οδηγήσει σε τεράστιες ελληνικές υποχωρήσεις που παλαιότερα θεωρούνταν αδιανόητες (π.χ. πρόταση για εναλλάξ προεδρία.) Αφού λοιπόν η τουρκική αδιαλλαξία όχι μόνο δεν τιμωρείται αλλά απεναντίας αποφέρει καρπούς, γιατί να αλλάξει πολιτική η Τουρκία;

Βάσει των παραπάνω, η ενδεδειγμένη στρατηγική για τον Ελληνισμό πρέπει να βασίζεται στην αρχή «αν η Τουρκία δεν βιάζεται για λύση, η Ελλάδα δεν βιάζεται για κακή λύση». Ο Ελληνισμός δεν έχει κανένα λόγο να δεχθεί μια λύση που δεν θα είναι δίκαιη, βιώσιμη και συμβατή με το κοινοτικό κεκτημένο.

Δεν είναι δίκαιες οι προτεινόμενες λύσεις που εξισώνουν το 80% των κατοίκων της Κύπρου (Ελληνοκύπριοι) με το 18% (Τουρκοκύπριοι). Δεν είναι βιώσιμες οι προτεινόμενες λύσεις που δημιουργούν κρατικές δομές οι οποίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν, καταλήγουν σε αδιέξοδο και στηρίζονται στη θεσμοθετημένη επιδιαιτησία τρίτων.

Υπάρχει βέβαια μια σοβαρή ένσταση σε αυτή την ανάλυση: η απόρριψη των προτεινόμενων λύσεων οδηγεί σταδιακά σε πλήρη εκτουρκισμό των Κατεχομένων (μέσω της έλευσης εποίκων από την Ανατολία) και σε παγίωση της διχοτόμησης του νησιού.

Η απάντηση σε αυτή την ένσταση είναι ότι ο Ελληνισμός καλά θα κάνει να αφήσει κατά μέρος αυτούς τους φόβους, να δει την αλήθεια κατάματα χωρίς αυταπάτες και να θυμηθεί την παροιμία «ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται».

Ας συνειδητοποιήσουμε ότι από τον Αύγουστο του 1974 τα Κατεχόμενα έχουν καταστεί de facto τμήμα της Τουρκίας. Η Αγκυρα είχε και έχει τη δυνατότητα να κάνει ό,τι θέλει στα Κατεχόμενα: να τα ανακηρύξει ψευδοκράτος, να τα εποικίσει, να τα προσαρτήσει.

Εννοείται ότι ο Ελληνισμός θα πρέπει να διαμαρτύρεται γι’ αυτές τις εξελίξεις και ουδέποτε να τις αναγνωρίσει de jure. Ωστόσο, δεν είναι λογικό να πέφτουμε θύματα εκβιασμού, προκειμένου να αποφύγουμε αυτά που έχουν ήδη γίνει.

Η μόνη αρνητική εξέλιξη στο Κυπριακό θα ήταν η τυχόν de jure αναγνώριση των Κατεχομένων από σημαντικό αριθμό κρατών ως ανεξάρτητου κράτους. Σε αυτό τον στόχο επικεντρώνεται η τουρκική διπλωματία.

Πρόσφατα μάλιστα ο τούρκος πρόεδρος, με τη σύμπραξη του ούγγρου πρωθυπουργού Ορμπαν, προσπάθησε να αναβαθμίσει το status του ψευδοκράτους από παρατηρητή σε κανονικό μέλος στον Οργανισμό Τουρκογενών Κρατών (Organization of Turkic States). Η προσπάθεια απέτυχε, αλλά είναι βέβαιο ότι η Τουρκία θα επανέλθει.

Ο Αθανάσιος Πλατιάς και ο Κωνσταντίνος Κολιόπουλος διδάσκουν Στρατηγική στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς