Τα δύο «χαλίκια» στο παπούτσι της Ρωσίας και της Κίνας είναι η Ουκρανία και η Ταϊβάν αντίστοιχα, τα οποία όλως τυχαίως, συντηρούν οι ΗΠΑ. Ο πιθανότατα επόμενος πρόεδρος όμως της υπερδύναμης, δείχνει να έχει άλλη ατζέντα.
Αν και είναι γνωστή η αποστασιοποιημένη -και πραγματιστική για πολλούς αναλυτές- προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ στο ουκρανικό, ωστόσο, φαίνεται ότι θέτει εν αμφιβόλω και τη μελλοντική υποστήριξη στην Ταϊβάν.
Ερωτηθείς πρόσφατα στο Bloomberg Businessweek, εάν οι ΗΠΑ θα υπερασπίζονταν την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης, απάντησε: «Ταϊβάν. Γνωρίζω πολύ καλά τον κόσμο, τον σέβομαι πολύ», προσθέτοντας ότι «πήραν το 100% περίπου της επιχειρηματικής μας δραστηριότητας με τσιπ», αναφερόμενος σε ημιαγωγούς υψηλής τεχνολογίας, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων κατασκευάζεται επί του παρόντος στην Ταϊβάν.
Στη συνέχεια ο υποψήφιος πρόεδρος είπε πως η αμερικανική υποστήριξη θα εξαρτηθεί από το εάν η υπεράσπιση της Ταϊβάν θα ήταν μια καλή οικονομική συμφωνία για τις HΠΑ. «Η Ταϊβάν πρέπει να μας πληρώσει για την άμυνα. Ξέρετε, δεν διαφέρουμε από μια ασφαλιστική εταιρεία», είπε. «Η Ταϊβάν δεν μας προσφέρει τίποτα».
Αν και δεν είναι πρώτη φορά που ο Τραμπ διαφοροποιείται από την επίσημα αμερικανική πολιτική, ωστόσο τα σχόλιά του φέρνουν ιδρώτα στους Ταϊβανέζους.
Στην προηγούμενη προεδρία του Τραμπ, αρκετοί συνεργάτες του ήταν αντίθετοι με την προσέγγισή του. «Νομίζω ότι στην πρώτη θητεία, είχατε πολλούς ανθρώπους γύρω από τον Τραμπ που ήταν φιλικοί με την Ταϊβάν [και] πολύ δύσπιστοι για την Κίνα», είπε ο Ζακ Κούπερ, ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute. «Δεν είναι σαφές, ωστόσο, ότι αυτή ήταν η προσωπική άποψη του Τραμπ».
Ωστόσο, σε μια νέα κυβέρνηση Τραμπ, αρκετοί από τους φιλο-ταϊβανέζους συνεργάτες του θα είναι εκτός.
Εάν οι απόψεις του Τραμπ επικρατούσαν σε μια δεύτερη θητεία, η Ταϊβάν πιθανότατα θα βρισκόταν σε μια δύσκολη τετραετία προσπαθώντας να αποδείξει την αξία της στον πρόεδρο, όπως αναφέρει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy.
Τέσσερα είναι τι πιθανά σενάρια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής εάν μπεί στο Λευκό Οίκο ο Τραμπ τον Ιανουάριο του 2025.
Σε ό,τι αφορά την άμυνα, ο Τραμπ μίλησε επικριτικά για το ότι η Ταϊβάν αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ σαν ασφαλιστική εταιρεία, αλλά το σχόλιό του ότι η Ταϊβάν «πρέπει να μας πληρώσει για την άμυνα» υποδηλώνει ότι μπορεί κυρίως να ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει υψηλότερο… ασφάλιστρο για την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Τι θα ζητούσε άραγε ο Τραμπ για αντάλλαγμα;
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Τραμπ ζήτησε από τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία να καλύψουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο του κόστους για τις βάσεις των ΗΠΑ και στις δύο χώρες, αλλά πολύ λίγοι στρατιώτες των ΗΠΑ σταθμεύουν στην Ταϊβάν.
Η Ταϊπέι αγοράζει ήδη όπλα πολλώς δισ. δολ. Από τις ΗΠΑ, αλλά ο Τραμπ μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο διακοπής της νέας ξένης στρατιωτικής βοήθειας προς την Ταϊβάν που εγκρίθηκε υπό τον Μπάιντεν. Πιθανότατα θα πιέσει επίσης ώστε η Ταϊβάν να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες, από 2,6% σήμερα, όπως πρότεινε πρόσφατα ο πρώην σύμβουλός του για την Εθνική Ασφάλεια Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν.
Αν και Ταϊβάν χαρακτηρίζει ως άδικους τους ισχυρισμούς του Τραμπ για τους ημιαγωγούς (chip), σστόσο, τα σχόλια του Τραμπ που αποδοκιμάζουν την κυριαρχία των ταϊβανέζικων ημιαγωγών υποδηλώνουν ότι δεν είναι ικανοποιημένος με το status quo και μπορεί να πιέσει για περισσότερη εγχώρια κατασκευή chip. «Ο Τραμπ το έχει καταστήσει σαφές – θέλει να κυνηγήσει τα chips», είπε ο υπότροφος στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ, Τζέισον Χσου, «Η ταϊβανέζικη εταιρεία σχεδιασμού και κατασεκευής ημιαγωγών, TSMC, θα μπορούσε να υποστεί τις συνέπειες της πολιτικής ρητορικής του Τραμπ».
Ένα άλλο πιθανό σενάριο, σύμφωνα με κάποιους ειδικούς, που θα μπορούσε να εκτυλιχθεί άν ο Τραμπ κυριαρχούσε στην πολιτική της Ταϊβάν, επιβάλλοντας την τακτική δοσοληψίας είναι ότι θα μπορούσε να ανταλλάξει το μέλλον της Ταϊβάν με κάποιου είδους οικονομικής συμφωνίας με την Κίνα.
«Οι όροι μιας τέτοιας συμφωνίας και η πιθανότητά της δεν είναι καθόλου σαφείς, αλλά οι ειδικοί επισημαίνουν τις προηγούμενες παρατηρήσεις του Τραμπ κατ’ ιδίαν μειώνοντας τη σημασία της Ταϊβάν, ως ένδειξη ότι ένα τέτοιο σενάριο μπορεί να είναι δυνατό» αναφέρει το Foreign Policy.
Βέβαια, την ίδια στιγμή η διαπραγματευτική δύναμη της Ταϊβάν φαίνεται πως καλά κρατεί, με σημαντικές επενδύσεις σε σημαντικές εκλογικά αμερικανικές Πολιτείες, αγορές αμερικανικού εξοπλισμού και κατοχύρωσης σημαντικής διακομματικής υποστήριξης στο Κογκρέσσο.