Η περίοδος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, οι κινήσεις και οι πρωτοβουλίες των αμερικανών διπλωματών και πρώην πρέσβεων δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τις μαρτυρίες που συγκέντρωσε ο πρώην διπλωμάτης Ρίτσαρντ Τζάκσον στον τόμο «Μακριά κι αγαπημένοι – 80 χρόνια αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα, 1940-2020» (εκδ. Εστία, 2023). Ισα ίσα που το κομμάτι για το Κυπριακό και την εμπλοκή των εγγυητριών δυνάμεων εκτείνεται σε δεκάδες σελίδες συνιστώντας από τα μεγαλύτερα του βιβλίου (το οποίο, παρεμπιπτόντως, είχαν παρουσιάσει εκτενώς «ΤΑ ΝΕΑ» στις 17/5/2023). Από αυτό δημοσιεύουμε, με την άδεια του εκδοτικού οίκου, χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Τόμας Μπόιγιατ, διευθυντής Κυπριακών Υποθέσεων,
Ουάσινγκτον (1971 – 1974), Σύµβουλος Πολιτικών Υποθέσεων, Λευκωσία (1967 – 1970)
«Η ζημιά κράτησε μια ολόκληρη γενιά»
Ήξερα πως αν η Τουρκία εισέβαλλε στην Κύπρο, θα είχαμε δύο νατοϊκούς στρατούς να πολεμούν μεταξύ τους, παράνομα, με όπλα αμερικανικής προέλευσης και με αμερικανική εκπαίδευση, και αυτό θα έβλαπτε τη θέση μας στην ανατολική Μεσόγειο για μια ολόκληρη γενιά, δίνοντας ποιος ξέρει τι ευκαιρίες στους Σοβιετικούς. Η κατάσταση στην περιοχή εξακολούθησε να χειροτερεύει, και τα σημάδια, για μένα τουλάχιστον, ήταν σαφή: η ελληνική κυβέρνηση έπαιζε παιχνίδια με τους εξτρεμιστές θιασώτες της ένωσης στα δεξιά του ελληνοκυπριακού πολιτικού φάσματος. Κατά τα φαινόμενα, στόχος ήταν να ξεφορτωθούν τον Μακάριο και να εγκαθιδρύσουν μια κυβέρνηση ολότελα εξαρτημένη από την Αθήνα.
Έγραψα λοιπόν ένα τηλεγράφημα με οδηγίες για τον πρέσβη στην Αθήνα, που έλεγε στην ουσία, πήγαινε στον στρατηγό Ιωαννίδη, όχι στον Πρωθυπουργό, όχι στον Υπουργό Άμυνας, όχι στον Υπουργό Εξωτερικών, στον ίδιο τον Ιωαννίδη, και πες του ορθά κοφτά να το βάλει καλά στο μαυλό του ότι οι ΗΠΑ, η μόνη κυβέρνηση στον ανεπτυγμένο κόσμο που έχει ακόμα φιλικές σχέσεις με την ελληνική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ λοιπόν είναι απολύτως αντίθετες σε οποιαδήποτε προσπάθεια από οποιαδήποτε στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης, φανερά ή υπόγεια, ν’ αναμειχθούν στην Κύπρο. Και ότι είμαστε ιδιαιτέρως αντίθετοι σε οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής του Μακαρίου και εγκαθίδρυσης φιλοαθηναϊκής κυβέρνησης. Διότι αν συμβεί αυτό, οι Τούρκοι θα εισβάλουν, και αυτό δεν θα είναι καλό για κανέναν μας.[…]
Στην Άγκυρα φτάσαμε στις 19 Ιουλίου και συναντηθήκαμε με τον Ετσεβίτ. Ήταν σαν να κράτησε για πάντα η συνάντηση, οκτώ, ίσως και δέκα ώρες. Μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε, και ο Ετσεβίτ όλο κουνούσε το κεφάλι του, όχι, όχι, όχι. Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα. Και τελικά ο πρέσβης μας εκεί, ο Γουίλιαμ Μακόμπερ, γύρισε προς τον Ετσεβίτ και του είπε: «Κύριε Πρωθυπουργέ, είστε δάσκαλος και ποιητής. Δεν είστε στρατιωτικός, και υπάρχουν παιδιά σε όλο τον κόσμο που δεν θα σας συγχωρήσουν αν το επιτρέψετε αυτό». Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Ετσεβίτ, που είπε: «Κύριε πρέσβη, δεν είναι στο χέρι μου». Νωρίς το άλλο πρωί, 20 Ιουλίου, μας τηλεφώνησε ο Ετσεβίτ για να μας πληροφορήσει πως οι Τούρκοι είχαν κάνει απόβαση. Είχαν επιτεθεί στη βόρεια Κύπρο, κατατροπώνοντας τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις στην Κυρήνεια. Έφτασαν μέχρι τον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας κι έστησαν προγεφύρωμα στο νησί.
Επιστρέψαμε στην Ουάσινγκτον – είχαμε αποτύχει. Ήμουν θυμωμένος και απογοητευμένος που η αμερικανική διπλωματία είχε οδηγήσει σε ζημιές, θάνατο, όλεθρο. Ήταν ασυγχώρητο, κι έγραψα ένα υπόμνημα όπου εξέφραζα τη διαφωνία μου. Σε αυτό, έλεγα: «Κύριε Υπουργέ…», γιατί αυτά τα υπομνήματα πηγαίνουν κατευθείαν στον υπουργό, «πρέπει να πάτε στους Τούρκους αμέσως, να τους κρατήσετε μέσα σε αυτό το προγεφύρωμα, γιατί αν βγουν προς τις ακτές, θα χωρίσουν την Κύπρο στα δύο, και Ελλάδα και Τουρκία θα έχουν τότε άλλο ένα σύνορο για να διεκδικούν και να πολεμούν εις τους αιώνας των αιώνων. Κι επιπλέον, θα πολεμούν με αμερικανικά όπλα, πράγμα που αντιβαίνει στις συνθήκες τους μαζί μας, και οι στρατιωτικές μας προμήθειες και στις δύο χώρες θα πρέπει να σταματήσουν».
Στο μεταξύ, στο νησί, τα τουρκικά τανκς προχώρησαν αργότερα έξω από το προγεφύρωμα, εφόρμησαν προς τα ανατολικά και προς τα δυτικά κι έκοψαν την Κύπρο στα δύο, με μεγάλες απώλειες για τους Ελληνοκύπριους στον τουρκικό τομέα και μεγάλες απώλειες για τους Τουρκοκύπριους στον ελληνικό τομέα. Αιματοκύλισμα, χάος. Η κυβέρνηση των στρατηγών στην Αθήνα έπεσε, ανέλαβε μια δημοκρατική κυβέρνηση, αλλά ήταν εντελώς παράλυτη. Ήταν φανερό ωστόσο πως η εν λόγω δημοκρατική κυβέρνηση δεν επρόκειτο να εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία. Ο τουρκικός στρατός απλώς έκανε ό,τι αυτός αποφάσιζε, και ο Μπουλέντ Ετσεβίτ είχε την επιλογή είτε να επικυρώσει τις ενέργειες του στρατού είτε να εξαφανιστεί – επέλεξε, έστω και διστακτικά, να τις επικυρώσει.
Στο νησί της Κύπρου, όλοι κατηγορούσαν τις ΗΠΑ για ό,τι είχε συμβεί. Είχαμε ταραχές, πολλοί πυροβολισμοί έπεσαν γύρω από την αμερικανική πρεσβεία. Ένα πρωί, οι πυροβολισμοί έπεφταν βροχή, όλοι έτρεχαν να κρυφτούν στο καταφύγιο – ένα δωμάτιο με ατσάλινο περίβλημα γύρω του. Ο πρέσβης μας, ο Ρότζερ Ντέιβις, πυροβολήθηκε στην καρδιά και πέθανε ακαριαία. Η Αντουανέτα Βαρνάβα, μια ντόπια διπλωματική υπάλληλος που έτρεξε να βοηθήσει τον πεσμένο πρέσβη, χτυπήθηκε επίσης με σφαίρα στο κεφάλι και σκοτώθηκε. Ιδού, λοιπόν. Είχαμε χάσει και τα τρία μέρη, και τους Έλληνες, και τους Τούρκους, και τους Κύπριους. Είχαμε φέρει τον θάνατο και τον όλεθρο στο νησί. Ο Κίσινγκερ είπε: «Παύεσαι από διευθυντής κυπριακών υποθέσεων», κι έτσι πήγα σπίτι μου. Η κατάσταση στο νησί συνεχίστηκε απ’ το κακό στο χειρότερο. Οι σχέσεις μας με την Τουρκία και την Ελλάδα ζημιώθηκαν πολύ σοβαρά. Η ζημιά κράτησε μια ολόκληρη γενιά, και είχαμε πολλά προβλήματα στις προσπάθειές μας να πετύχουμε τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής μας σε αυτή την περιοχή του κόσμου.
Ρόμπερτ Σ. Ντίλον, Γραφείο Ευρωπαϊκών Υποθέσεων
Ουάσινγκτον (1974)
«Ο Ετσεβίτ λάτρευε την ευκαιρία που του είχε δοθεί»
Σταδιακά, η στάση των Τούρκων σκλήρυνε, και κατόπιν έγινε σαφές ότι δουλειά μας ήταν πλέον να πείσουμε τους Τούρκους να μην εισβάλουν στο νησί. Ο Τομ Μπόιγιατ κι εγώ συνοδεύσαμε τον Τζο Σίσκο σ’ ένα ταξίδι στην περιοχή. Νομίζω ότι πρέπει να πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να κοιμηθώ σε κρεβάτι, όσο πηγαινοερχόμασταν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προσπαθώντας να πείσουμε και τη μεν και τη δε να βρουν μια ειρηνική λύση στην κρίση. Θυμάμαι πολύ καλά τη νύχτα που περάσαμε με τον Ετσεβίτ. Ήμουν ο μόνος από την αμερικανική αντιπροσωπεία που τον γνώριζε. Ήξερα τι θα έκανε: τη λάτρευε την ευκαιρία που του είχε δοθεί. Δεκάρα δεν έδινε για τη θέση των ΗΠΑ – θα έκανε εισβολή στην Κύπρο […]
Γυρίσαμε στο σπίτι του πρέσβη και περιμέναμε εκεί μέχρι τις 4 περίπου. Τότε τηλεφώνησε ο Ετσεβίτ. Μας είπε πως αυτή τη στιγμή που μιλούσε, τα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στην Κύπρο. Τον παρακαλέσαμε ξανά, αν και προφανώς δεν είχε νόημα πια. Τρέξαμε τότε στο αεροδρόμιο και μπήκαμε στο αεροπλάνο μας. Μετά, αρχίσαμε να τσακωνόμαστε για το πού έπρεπε να πάμε. Είχε χαράξει. Να πηγαίναμε στην Αθήνα να ζητήσουμε από τους Έλληνες κατάπαυση πυρός και αποχώρηση; (Η ελληνική κυβέρνηση ήταν υπό διάλυση πλέον.) Να πηγαίναμε στην Ισπανία και να καθόμασταν εκεί περιμένοντας να δούμε τι θα γίνει; Εγώ δεν είχα καμιά καλή ιδέα, για το μόνο που ήμουν σίγουρος ήταν πως έπρεπε να φύγουμε από την Άγκυρα. Όσο εμείς τσακωνόμασταν, δεχτήκαμε ένα τηλεφώνημα από την Ουάσινγκτον, που μας διέταζε να πάμε στην Αθήνα. Μιας και είχαμε αποτύχει να πείσουμε τους Τούρκους να μην εισβάλουν, έπρεπε τώρα να προσπαθήσουμε να πείσουμε τους Έλληνες να μην αναμειχθούν. Με το που τελειώσαμε τη συνομιλία, οι τουρκικές αρχές μάς είπαν ότι δεν μπορούσαμε να απογειωθούμε, έπρεπε να μείνουμε εκεί που ήμασταν. Σε μια επίδειξη τόλμης, ο Τζο Σίσκο γύρισε τότε προς τον πιλότο και του είπε: «Απογειώσου! Πάμε Αθήνα». Παρότι οι Τούρκοι μάς είχαν πει πως το αεροδρόμιο είχε κλείσει, εμείς διασχίσαμε τον αεροδιάδρομο και απογειωθήκαμε.
Ευτυχώς δεν συνέβη τίποτα, μόνο που όταν φτάσαμε στην Αθήνα διαπιστώσαμε ότι οι Έλληνες δεν είχαν πια κυβέρνηση. Ήταν επομένως πολύ δύσκολο να βρούμε κάποιον για να του μιλήσουμε. Δεν θυμάμαι πολλά απ’ τις συνομιλίες στην Αθήνα, γιατί, ως ειδικός περί της Τουρκίας στην ομάδα μας, ήμουν απασχολημένος να γράφω για όσα είχαν συμβεί στην Άγκυρα.
Τζακ Μπ. Κιούμπις, Πρέσβης, Αθήνα (1974-1977)
«Οι Έλληνες αισθάνονταν πως ήμασταν υπεύθυνοι»
Στην πραγματικότητα, το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα συνεχίστηκε μέχρι τις 22 Ιουλίου 1974, και τότε ήταν που άρχισαν οι διαδηλώσεις. Η Ελλάδα και η Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα πολέμου. Ήταν μεγάλη η ταπείνωση στην Ελλάδα για όσα είχαν συμβεί στην Κύπρο, για το γεγονός πως οι Τούρκοι είχαν κάνει απόβαση στο νησί. Ήταν διάχυτη η αίσθηση στην Ελλάδα πως για όλα τα προβλήματα της χώρας, τα προβλήματα που είχε η Ελλάδα με την Τουρκία, τα προβλήματα στην Κύπρο, η καταπίεση και καταστολή που είχε υπομείνει ο κόσμος στην Ελλάδα για επτά χρόνια από τη στρατιωτική δικτατορία, για όλα αυτά υπεύθυνη ήταν η αμερικανική κυβέρνηση. Έτσι άρχισαν τεράστιες διαδηλώσεις ενάντια στην αμερικανική πρεσβεία και την αμερικανική κυβέρνηση.
Είναι ίσως ενδιαφέρον να θυμηθούμε γιατί είχαν αυτή την εντύπωση. Η αίσθησή μου, όταν έφτασα στην Ελλάδα, σχετικά με το γιατί ένιωθαν έτσι ήταν ότι επί επτά χρόνια, από το 1967 έως το 1974, η ελληνική κυβέρνηση ήταν κάτι σαν παρίας ανάμεσα στις δυτικές δημοκρατίες. Οι κυβερνήσεις της δυτικής Ευρώπης, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, δεν είχαν ουσιαστικά καμία σχέση με την Ελλάδα εκείνα τα επτά χρόνια. Κανένας σημαντικός ηγέτης από καμία χώρα δεν επισκέφθηκε την Ελλάδα όσο ήταν στην εξουσία οι συνταγματάρχες εκείνα τα επτά χρόνια. Μόνη εξαίρεση; Οι ΗΠΑ. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρο Άγκνιου έκανε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα. Ο υπουργός Άμυνας Μέλβιν Λερντ έκανε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα. Ο υπουργός Εμπορίου Μορίς Στανς έκανε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα. Οι ανώτατοι νατοϊκοί διοικητές μας και οι Αμερικανοί στρατιωτικοί διοικητές έκαναν κατ’ επανάληψη σημαντικές επίσημες επισκέψεις στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος. Και όποτε ήταν εκεί, η ελληνική κυβέρνηση, η στρατιωτική κυβέρνηση, εκμεταλλευόταν αυτές τις επισκέψεις όσο περισσότερο μπορούσε, με εφημερίδες, ρεπορτάζ, φωτογραφίες και καθετί άλλο.
Έτσι εντυπώθηκε στο μυαλό των Ελλήνων μια εικόνα πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν ο μόνος φίλος που είχαν οι στρατιωτικοί κυβερνήτες της Ελλάδας και ότι οι ΗΠΑ ενδιαφέρονταν για την Ελλάδα μόνο και μόνο για τις στρατιωτικές μας βάσεις εκεί και ότι η CIA βασικά έδινε στον ελληνικό στρατό εντολές για το τι να κάνει. Έτσι οι Έλληνες αισθάνονταν πως εμείς ήμασταν υπεύθυνοι για την καταστροφή στην Κύπρο, για την απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο και για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα τότε.
Νέλσον Τ. Λέντσκυ, Αναπληρωτής Διευθυντής,
Γραφείο Υποθέσεων Νότιας Ευρώπης, Ουάσινγκτον (1974-1977)
«Δεν αφιερώσαμε πολύ χρόνο και πολύ χρήμα»
Οι ΗΠΑ και η διεθνής κοινότητα έβλεπαν τη διχοτόμηση σαν μια προσωρινή εξέλιξη, που γρήγορα θα λυνόταν… Δεν νομίζω πως σαν κυβέρνηση αφιερώσαμε τόσο πολύ χρόνο ή τόσο πολύ χρήμα. Στην πραγματικότητα, το βλέπαμε σαν ήσσονα όχληση, και τα ηγετικά κλιμάκια του έδιναν προσοχή μόνο όταν είχαν χρόνο – ή όταν έπρεπε. Ενδιαφερόμασταν πολύ περισσότερο για άλλα διεθνή ζητήματα. Μια εποχή, το 1974, η Κύπρος ήταν όντως στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, μιλάμε όμως για σύντομο διάστημα, που δεν επαναλήφθηκε έκτοτε. Δεν θέλω να υπονοήσω πως ο Κύπρος ξεχάστηκε ποτέ από τον Έβδομο Όροφο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, νομίζω όμως πως είναι λάθος να πιστεύουμε πως είχε διαρκώς και σταθερά την προσοχή μας. Τον περισσότερο καιρό, η αμερικανική κυβέρνηση, όταν ασχολούνταν, ανταποκρινόταν απλώς σε πιέσεις του Κογκρέσου. Αυτό που κάναμε ήταν ν’ αντιδρούμε σε έξωθεν πιέσεις και ν’ αναλαμβάνουμε δράση όχι απαραιτήτως για να φτάσουμε σε λύση, αλλά μάλλον για να δείξουμε απλώς ότι κάναμε κάτι. Θεωρώ πως αυτό ήταν το μοντέλο της εμπλοκής μας στο Κυπριακό όλες αυτές τις δεκαετίες, του ’70, του ’80 και του ’90.