Ο γάλλος τραγουδιστής-ποιητής Ζορζ Μπρασένς λέει πως «Αν βλέπεις έναν γέρο con (μαλάκα), τότε και νέος con ήταν». Το λέμε κι εμείς εδώ πέρα εν Ελλάδι: πως ένας που είναι con στη Γη, είναι και στο Φεγγάρι. Το χαρακτηριστικό μάλλον είναι εγγενές, κάτι σαν αυτοάνοσο νόσημα που δύσκολα θεραπεύεται – τα σκέφτεται κανείς όλα αυτά παρακολουθώντας την απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ από έναν εικοσάχρονο. Ακόμα και αν ο νεαρός απεχθανόταν (αυτός, ή κι εμείς) τον Τραμπ, από πού κι ως πού, στα είκοσί του, ένιωσε πως είχε το δικαίωμα και τη δικαιολογία για να κάνει την απόπειρα; Είναι πολύ σύνθετο να απαντήσεις σ’ αυτό, αλλά στο βάθος πολύ απλό: ήταν con. (Μάλλον).
Το πιθανότερο είναι πως είχε εκείνη την ελαφρότητα της αλαζονείας που διακατέχει τη νεότητα – κι εμείς, κάποτε, στα είκοσι, όλα τα ξέραμε, ήμασταν ένθερμοι, φανατικοί, παντογνώστες και απόλυτοι. Είχαμε την αφελή πίστη, τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου και τον μεσσιανισμό του ημιπιτσιρικά που υποδύεται τον Ροβεσπιέρο, ενώ δεν κατέχει την τύφλα του. Που αντί να ασχοληθεί με κανένα όμορφο κοριτσάκι, αντί να πάει στη Μύκονο, πάει στις καταλήψεις. Που έχει καταπιεί το σκουμπρί του κοσμοδιορθωτή, έγινε κοσμοσωτήρας, στάση αβάσταχτα ανιαρή που κάθε γενιά σπεύδει να υιοθετήσει. Ολοι, ανέκαθεν, όντας νέοι, θέλουν να φτιάξουν την κακούργα κοινωνία. Ολοι είμαστε επαναστάτες της αρκούδας στα είκοσι. Κάθε νέα γενιά, μηρυκάζοντας παλιά, αφόρητα κλισέ και με πανομοιότυπο ενθουσιασμό, κάνει τα ίδια και τα ίδια – ή σχεδόν. Ιδια πόζα, ίδια γένια, ίδια αξυρισιά, ίδια μπλουτζίν, ίδια πομπώδης ρητορική, ίδιες ελβιέλες, ίδια βεβαιότητα: εμείς οι νέοι είμαστε οι θεόθεν καλοί Ζορό και οι ενήλικες που κυβερνούν είναι διεφθαρμένοι και πρέπει να τους πάμε στην πριονοκορδέλα. (Κατέβα απ’ τ’ άλογο, νεαρέ Σεν Ζυστ).
Ολοι σε εκείνη την ηλικία θεωρούμε πως έχουμε δίκιο απλώς επειδή απλώς είμαστε νέοι. Απίθανο συμπέρασμα. Μάλιστα, υπάρχουν πάντα και ενήλικες που θεωρούν πως έτσι οφείλει να είναι η νεότητα: κάθε γενιά να μας πρήζει κάνοντας τα ίδια και τα ίδια, απαράλλαχτα, και οι μεγαλύτεροι να το δέχονται συγκαταβατικά, μαζοχιστικά ως σύνδρομο της νεότητας. Και, πράγματι, η επαναλαμβανόμενη εξέγερση κάθε νέας γενιάς θα περιείχε έστω κάποια δροσιά, κάποια λογική απαίτηση αλλαγής, αν υπήρχε και η γνώση σε αυτήν, η δέουσα βιβλιογραφία, η εμπειρία, η οδύνη που απαιτείται, η διδακτική των γεγονότων που λείπει σε αυτή την ηλικία. Αλλά στα είκοσι δεν ξέρουμε ακόμα τι μας γίνεται.
Κι αν δεν ξέρεις τι σου γίνεται, ειδικά στην πολιτική όπου χρειάζεται διαρκής και διά βίου μελέτη και απόλυτη εγρήγορση, και αν δεν ξέρεις τα πραγματικά δεδομένα κάθε κατάστασης, τότε, συνήθως, βγάζεις ομελέτα από στραβό τηγάνι. Κατουράς σε λάθος δέντρο. Και είσαι όχι φωνή βοώντος, αλλά φωνή βόα εν τη ερήμω.
Τα γνωστά: επιτίθεσαι ορμονικά και με λειψές γνώσεις, με φανατισμό που πηγάζει από άσχετες ψυχικές αφετηρίες, με απόλυτες, πλην λειψές ιδέες, για να καταξιωθείς ή να γίνεις αποδεκτός στον περίγυρο. Με συνθήματα και κλισέ ρίχνεσαι στον αγώνα αλλαγής του κόσμου – όλοι το κάναμε με κάποιον τρόπο, αλλά το θέμα, γέροντα, είναι, ύστερα από τόσες γενιές και τόσες εξεγέρσεις, πού έχουμε τελικά φτάσει; Πάλι Τραμπ, Λεπέν, Μελανσόν, Πούτιν, Κιμ Γιονγκ Ουν – συν ένα σωρό άλλοι, ντόπιοι κι ετερόφθαλμοι. Κι έτσι ίσως θα γίνεται πάντα, το ίδιο έργο θα ξαναπαίζεται διαρκώς, ανιαρά και καταστροφικά – κι όχι βέβαια μόνο απ’ τους νέους, αλλά κυρίως απ’ τους ενήλικες της εξουσίας, που όντας κι αυτοί κάποτε νέοι, έπρηξαν κάποιους μεγαλύτερους σε ηλικία στον καιρό τους, με τα αιώνια κλισέ, για να κάνουν μετά κι αυτοί, τα ίδια, ή σχεδόν. Κι άντε πάλι, φτου κι απ’ την αρχή.
Τι ήθελε, λοιπόν, ο εικοσάχρονος που πυροβόλησε τον Τραμπ; Ν’ αλλάξει κι αυτός γρήγορα τον κόσμο – το πιθανότερο. Θεμιτό (σαν νέος που ήταν) αν και η δολοφονία είναι έξω απ’ τα παραδεκτά και τα εσκαμμένα. Δεν σκέφτηκε τι θα γίνει αν αποτύχει, που ήταν και το πιθανότερο; Πως μια αποτυχία θα φιλοτεχνήσει αναπάντεχα λαμπερό φωτοστέφανο στο θύμα-ήρωα, στον Τραμπ, θα τον δοξάσει κάνοντάς τον πιο συμπαθή, πιο αποδεκτό – κάτι που όντως τώρα συμβαίνει; Πως το αποτέλεσμα θα είναι αντίθετο του επιδιωκόμενου – αλλά και αν τον σκότωνε, ποιος είναι βέβαιος πως τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερα, να επιδεινωθούν και να φτάσουν ακόμα και σε εμφύλιο; Ομως, είπαμε: είναι η νεότητα, η παρόρμηση, ή τα δολοφονικά ένστικτα που επενδύονται σε μια ιδεολογία αναζητώντας πρόσχημα –διότι, όπως και να το κάνεις, για να φτάσεις στον φόνο πρέπει να έχεις και το ανάλογο εγκληματικό ταλέντο, τον ερεβώδη ψυχισμό, ή τη βαθιά διαταραχή. (Το έχουμε ξαναδεί το έργο με ντόπιους ηθοποιούς).
Εκείνα, λοιπόν, τα λίγα δευτερόλεπτα της αστοχίας ευνοούν (εξ αποτελέσματος) το θύμα, τον Τραμπ. Αλλά το ποια θα είναι από δω και πέρα η πορεία της Ιστορίας κανείς δεν το ξέρει ακόμα. Κι αν, από σπόντα, θα πληρώσουμε κι εμείς τον ημιπιτσιρικά, τη νύφη και τον λαουτιέρη.