Κυριακή 21 Ιουλίου 1974, ώρα 20.30. Τα στελέχη της Α’ Μοίρας Καταδρομών στο Μάλεμε των Χανίων είναι παραταγμένα μπροστά στο διοικητήριο της μονάδας. «Κομάντος, έχουμε να εκτελέσουμε μια γενναία αποστολή που γρήγορα θα φέρουμε εις πέρας», λέει κοφτά και αποφασιστικά ο διοικητής της Μοίρας – ταγματάρχης τότε, ταξίαρχος μετέπειτα – Γιώργος Παπαμελετίου. Οι καταδρομείς είναι ενθουσιώδεις, όμως δεν ξέρουν ακόμα σε τι ακριβώς αναφέρεται.
Ηδη από το υποστηριζόμενο από τη χούντα των Αθηνών πραξικόπημα της Εθνικής Φρουράς κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στις 15 Ιουλίου, οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις έχουν τεθεί σε κατάσταση συναγερμού. Το ξημέρωμα της 20ης Ιουλίου, οι τουρκικές δυνάμεις εισβάλλουν στην Κύπρο από τη θάλασσα της Κερύνειας και δημιουργούν τα πρώτα προγεφυρώματα. Στο πλαίσιο των επιχειρήσεων του «Αττίλα», οι τουρκικές δυνάμεις βομβαρδίζουν και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, καταστρέφοντας μέρος του αεροδιαδρόμου.
Οι κομάντος της Α’ ΜΚ ξεκινούν για τη Σούδα, όπου θα επιβιβαστούν σε αεροσκάφη με προορισμό το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Στη διαδρομή, το ηθικό στελεχών και οπλιτών είναι ακμαίο και οι καταδρομείς τραγουδούν «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Η αποστολή είναι στη θεωρία κρυφή, ωστόσο ο κόσμος βγαίνει στους δρόμους στα χωριά των Χανίων για να τους εμψυχώσει. «Μας χαιρετούσαν με μαντήλια και χειροκροτήματα», θυμάται ο Χαράλαμπος Αποστολάκης, τότε έφεδρος ανθυπολοχαγός στην Α’ ΜΚ και βοηθός του Βασίλη Μανουρά στο Γραφείο Επιχειρήσεων, ο οποίος μετέπειτα έγραψε για τις πολεμικές εμπειρίες της μονάδας του («Επιχείρηση ΝΙΚΗ: Αποστολή Καταδρομέων της Α’ ΜΚ – Οπως την έζησα», εκδόσεις ΛΕΙΜΩΝ, 2024).
Κυριακή 21 Ιουλίου 1974, ώρα 22.35. Από την αεροπορική βάση Σούδας απογειώνεται το πρώτο μεταγωγικό Noratlas («ΝΙΚΗ 1»). Κάθε 5-10 λεπτά, το ακολουθεί από ένα. «Υπήρχε σαφής εντολή να μη φύγει κανένα αεροσκάφος μετά τα μεσάνυχτα», λέει ο Χαράλαμπος Αποστολάκης, που είχε αναλάβει τον συντονισμό της επιβίβασης των καταδρομέων.
Η διάρκεια της πτήσης υπολογιζόταν σε 3,5 ώρες και οι καταδρομείς έπρεπε να έχουν φτάσει στον προορισμό τους πριν απ’ το ξημέρωμα, προκειμένου να προστατέψουν το σημείο από μία επίθεση των εισβολέων, που θεωρούνταν πολύ πιθανή. «Πρώτος στόχος ήταν να διατηρήσουμε το αεροδρόμιο για να αποφευχθεί μια μεγαλύτερη εισβολή με τουρκικά στρατεύματα που θα έφταναν από αέρος», εξηγεί ο Νίκος Κοϊμτζόγλου, επίσης ανθυπολοχαγός τότε, υποστράτηγος ε.α. σήμερα.
Μέχρι τα μεσάνυχτα, όμως, μόνο 15 αεροσκάφη είχαν απογειωθεί από τη Σούδα. Δεν μετέφεραν βαρύ οπλισμό, παρά μόνο 27-30 καταδρομείς έκαστο, συν το τετραμελές πλήρωμα της Πολεμικής Αεροπορίας. Από τα επτά που βρίσκονταν ακόμα στη Σούδα τα μεσάνυχτα, τα πέντε ήταν φορτωμένα αποκλειστικά με πυρομαχικά και βαρύ οπλισμό, ενώ τα υπόλοιπα δύο θα μετέφεραν κι αυτά καταδρομείς.
Παραβαίνοντας τις εντολές, ο κυβερνήτης του 15ου στη σειρά αεροσκάφους επιμένει να αναχωρήσει. Το μεταγωγικό είναι έμφορτο με 3,5 τόνους πυρομαχικών, χωρίς τα οποία οι καταδρομείς που είχαν ήδη φύγει θα έμεναν «ξεκρέμαστοι». Προκειμένου να ακολουθήσει την αποστολή, ο κυβερνήτης επιβάλλει και την απογείωση του 14ου αεροσκάφους, το οποίο όμως δεν συνέχισε την πορεία του και προσγειώθηκε στο Καστέλλι του Ηρακλείου.
Συνολικά 319 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες των Καταδρομών ξεκίνησαν για την Κύπρο. Οι πτήσεις πραγματοποιούνται με κλειστά φώτα και απενεργοποιημένους ασυρμάτους, ενώ τα μεταγωγικά πετούν μόλις 80-100 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ώστε να μη γίνουν αντιληπτά. Το «ΝΙΚΗ 13», λόγω τεχνικών προβλημάτων, παρεκκλίνει της πορείας του και εντέλει προσγειώνεται στη Ρόδο το πρωί της επομένης.
Δευτέρα 22 Ιουλίου, ώρα 01.50. Τα 15 αεροσκάφη της επιχείρησης «ΝΙΚΗ» αρχίζουν να δέχονται πυρά από εδάφους. «Αρχικά πιστέψαμε πως ήταν Τούρκοι που είχαν καταλάβει το αεροδρόμιο», λέει ο Χαράλαμπος Αποστολάκης.
Αν και έβλεπαν τα προπορευόμενα αεροσκάφη να βάλλονται, οι αξιωματικοί δεν είχαν δεύτερη σκέψη: «Αν έχει προσγειωθεί ένας, πρέπει οπωσδήποτε να πάμε κι εμείς», είπε ο Βασίλης Μανουράς στους πιλότους του «ΝΙΚΗ 8», σύμφωνα με τα όσα αφηγείται στα «ΝΕΑ» ο στενός του συνεργάτης. Το πρώτο Noratlas που προσέγγισε σε κυπριακό έδαφος ήταν το «ΝΙΚΗ 2», στη 01.52 π.μ. Οι κομάντος πηδούσαν από τα αεροσκάφη μόλις ακουμπούσαν διάδρομο και αυτά έφευγαν αμέσως.
«Η σκηνή έμοιαζε με Ανάσταση στον Βροντάδο της Χίου», περιγράφει γλαφυρά ο Χαράλαμπος Αποστολάκης, ανασύροντας τις εικόνες από τη μνήμη του. «Ολα τα αεροσκάφη δέχθηκαν πολλές ριπές. Το δικό μας (“ΝΙΚΗ 8”) βλήθηκε σημαντικά, αλλά σε σημεία που δεν δημιούργησαν πρόβλημα στην πτητική του ικανότητα – είχε τρύπες στη δεξιά πτέρυγα και στη δεξαμενή».
Κάποια από τα μεταγωγικά της 354ης και 355ης Μοίρας Μεταφορών, παρ’ όλα αυτά, δεν είχαν την ίδια τύχη. Το «ΝΙΚΗ 4» πήρε φωτιά εν πτήσει. Οι φλόγες ξεκίνησαν από το πιλοτήριο και γρήγορα άρχισαν να εκρήγνυνται μέρη του αεροσκάφους, κοστίζοντας τη ζωή σε 26 καταδρομείς και τέσσερις αεροπόρους. Μόνο ένας καταδρομέας επέζησε από το μοιραίο αεροσκάφος, αφού άνοιξε την πόρτα και πήδηξε εν κινήσει. Το «ΝΙΚΗ 6» βλήθηκε επίσης πολύ σοβαρά, με αποτέλεσμα ακόμα δύο καταδρομείς να χάσουν τη ζωή τους και άλλοι εννέα να τραυματιστούν. «Θα μπορούσε ο καθένας μας να είναι στο νούμερο “4” ή το νούμερο “6”», λέει ο αντιστράτηγος ε.α. Βασίλης Μανουράς, επικεφαλής τότε του Γραφείου Επιχειρήσεων της Α’ ΜΚ.
Οι τραυματίες διακομίστηκαν άμεσα, όμως τα συντρίμμια του «ΝΙΚΗ 4» κείτονταν δύο χιλιόμετρα μακριά, έτσι η ταφή των νεκρών έγινε αργότερα την ίδια μέρα. «Εγινε ομαδικός τάφος όπου ήταν συσσωρευμένα τα οστά των θυμάτων μαζί με τα συντρίμμια του αεροσκάφους (σ.σ. στη θέση του Τύμβου της Μακεδονίτισσας)», σημειώνει ο Χαράλαμπος Αποστολάκης. Τα «ΝΙΚΗ 3», «6» και «12» δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα, αφού είχαν βληθεί συντριπτικά και δεν μπορούσαν να πετάξουν, ενώ τα πληρώματά τους επιβιβάστηκαν σε άλλα αεροσκάφη για να φύγουν.
Τι συνέβη;
Οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς είχαν λάβει ενημέρωση για την αποστολή, ωστόσο, αυτή έφτασε αργά (γύρω στη 01.00) και δεν πρόλαβε να επικοινωνηθεί σε όλες τις θέσεις των αντιαεροπορικών. «Ερχονται τα 15 πορτοκάλια», ανέφερε το μήνυμα που είχε στείλει το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ, σημερινό ΓΕΕΘΑ).
Η πρώτη αναγνώριση μεταξύ αεροδρομίου και καταδρομέων έγινε τυχαία, χάρη στη στενή φιλία που συνέδεε τον υπεύθυνο του Πύργου Ελέγχου με τον πιλότο του «ΝΙΚΗ 7». Οι δύο τους επικοινώνησαν μέσω ασυρμάτου και αναγνώρισαν ο ένας τη φωνή του άλλου. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατέστη δυνατό να παύσουν πλήρως τα πυρά κατά των αεροσκαφών.
Το γιατί η Εθνική Φρουρά επιφύλαξε τέτοια υποδοχή στην Α’ ΜΚ παραμένει άγνωστο. «Ζητήσαμε και έγινε τότε μια προανάκριση για να αναδειχθούν οι ευθύνες», λέει ο Βασίλης Μανουράς. «Το πόρισμα των ανακρίσεων, όμως, ήταν επαίσχυντο: Τα έριχνε όλα στην αποδιοργάνωση και στην κακή επικοινωνία στην Εθνική Φρουρά και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για σαμποτάζ. Δεν τιμωρήθηκε κανείς», τονίζει από την πλευρά του ο ανθυπολοχαγός Αποστολάκης. Ο Νίκος Κοϊμτζόγλου, πάντως, επιμένει ότι «η μη εφαρμογή των μέτρων στην υποδοχή στο αεροδρόμιο έγινε επί τούτου».
Ανασυγκρότηση και επιστροφή στο αεροδρόμιο
Καθώς από τις πρώτες πρωινές ώρες υπήρχαν υποψίες – αν όχι βεβαιότητα – για τουρκικούς βομβαρδισμούς στο αεροδρόμιο, οι έλληνες κομάντος αποχώρησαν γύρω στις 4.30 τα ξημερώματα της Δευτέρας 22/7. Περίπου μία ώρα μετά, ο τουρκικός στρατός πράγματι βομβάρδισε το σημείο. Οι δυνάμεις της Α’ ΜΚ μετέβησαν στην Ιερατική Σχολή, στα δυτικά προάστια της Λευκωσίας, όπου και παρέμειναν μέχρι το πρωί της επομένης χωρίς να λάβουν εντολή επιχείρησης.
«Αν είχαμε μια ηγεσία με τόλμη να μας δώσει εντολή για επιχείρηση το βράδυ της 22ας/7, θα μπορούσαμε να κάνουμε μεγάλη ζημιά σε ένα από τα δύο προγεφυρώματα των Τούρκων» λέει με απογοήτευση ο Χαράλαμπος Αποστολάκης.
Στις 8 το πρωί της Τρίτης, οι έλληνες καταδρομείς είχαν φτάσει ξανά στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, όπου βρισκόταν μια μικρή δύναμη Κυπρίων. «Αρχικά, εξαπέλυσαν αναγνωριστικά πυρά προς την κατεύθυνσή μας, εμείς, όμως, δεν απαντήσαμε» θυμάται ο τότε ανθυπολοχαγός. «Μετά από 15-30 λεπτά έφτασαν δυο λόχοι. Οταν τους είδαμε, τους αιφνιδιάσαμε με μαζικά πυρά. Τους ακινητοποιήσαμε για περίπου μιάμιση ώρα, εξουδετερώσαμε τους περισσότερους και ακινητοποιήσαμε πέντε-έξι άρματα στις πλαγιές».
Αφού, τελικά, οι ελληνικές δυνάμεις επανακατέλαβαν το αεροδρόμιο, παρενέβησαν οι κυανόκρανοι του ΟΗΕ με εντολή να παραδοθεί το αεροδρόμιο σε αυτούς. Ο Βασίλης Μανουράς, που ήταν ο πιο υψηλόβαθμος παρών στη σκηνή, ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις. «Επέμενα ότι η αντικατάσταση ενός τάγματος είναι κανονική στρατιωτική επιχείρηση, δεν θα μπορούσαμε να παραδώσουμε το αεροδρόμιο σε έξι-επτά άτομα, Καναδούς του ΟΗΕ» εξηγεί ο αντιστράτηγος ε.α.
Υστερα από αλλεπάλληλες επικοινωνίες με τον έλληνα πρεσβευτή στην Κύπρο, έναν αντισυνταγματάρχη και έναν συνταγματάρχη της Εθνικής Φρουράς, ο αρχαιότερος της Α’ ΜΚ κατάφερε να κινηθεί ολόκληρο το τάγμα των κυανόκρανων για να παραδοθεί το αεροδρόμιο σύμφωνα με τον κανονισμό.
Πτώση της χούντας. Την επόμενη ημέρα το καθεστώς της χούντας στην Αθήνα καταρρέει. Οπως λέει στα «ΝΕΑ» ο Χαράλαμπος Αποστολάκης, εκείνο το διάστημα είχε δοθεί εντολή στους καταδρομείς να παραμείνουν στη Λευκωσία και να μην προβούν σε καμία επιθετική ενέργεια, καθώς διεξάγονταν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. «Οι Τούρκοι, βέβαια, ενίσχυαν τις δυνάμεις τους και ήταν σαφές ότι ετοίμαζαν έναν δεύτερο γύρο εισβολής».
Στις 11 Αυγούστου οι καταδρομείς έλαβαν εντολή να κινηθούν νοτιότερα, στο Σταυροβούνι, όπου και παρέμειναν μέχρι την ολοκλήρωση της αποστολής τους στην Κύπρο. Πέντε ημέρες αργότερα (16/8), δύο ομάδες καταδρομέων συνέδραμαν σημαντικά στην υπεράσπιση της Λευκωσίας από τις τουρκικές δυνάμεις που επέλαυναν, καταστρέφοντας τέσσερα άρματα μάχης. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο τότε νεαρός ανθυπολοχαγός Νίκος Κοϊμτζόγλου. «Είχαν πάρει το στρατόπεδο των ΕΛΔΥΚ και θα κυκλώνανε τη Λευκωσία, η οποία είχε αδειάσει» λέει σήμερα ο ίδιος, δηλώνοντας περήφανος για τη συμβολή του.
Κατά το υπόλοιπο διάστημα της παραμονής τους και στο πλαίσιο του «Αττίλα 2», οι δυνάμεις των ελλήνων καταδρομέων δεν χρησιμοποιήθηκαν ιδιαιτέρως, αν και οι ίδιοι δεν συμφωνούσαν με αυτό. «Δεν ήμασταν κοιμισμένη μονάδα, βρισκόμασταν σε μαχητική εγρήγορση νύχτα και μέρα» λέει ο Χαράλαμπος Αποστολάκης, με τον συμπολεμιστή του Νίκο Κοϊμτζόγλου να προσθέτει με αγανάκτηση: «Δεν μας επετράπη να κάνουμε όσα θα μπορούσαμε…».
ελλειψη αναγνωρισησ. Κατά τη γνώμη των βετεράνων, η κατάληξη της επιχείρησης «ΝΙΚΗ» αλλά και η γενικότερη διαχείριση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο συνιστά προδοσία από την τότε στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. «Οταν επαναπατριστήκαμε, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, την προδώσαμε την Κύπρο» λέει ο υποστράτηγος ε.α. με πικρία μισό αιώνα μετά.
Οι πολεμιστές της επιχείρησης «ΝΙΚΗ» δηλώνουν σαφώς απογοητευμένοι τόσο από την εξέλιξη του Κυπριακού όσο και από την αντιμετώπιση και την αναγνώριση που – δεν – έλαβαν από την πολιτεία. Οπως τονίζουν, το ελληνικό κράτος δεν έχει αναγνωρίσει στους βετεράνους καταδρομείς την προσφορά τους και ουσιαστικά αποποιείται κάθε ευθύνη για την επιχείρηση. Στους φακέλους των αξιωματικών και των υπαξιωματικών δεν αναφέρεται καν η εν λόγω αποστολή, ενώ έχουν διαγραφεί και οι προτάσεις για ηθικές αμοιβές.
«Εχουν περάσει 50 χρόνια. Είναι λίγα για να ξεχαστούν οι πληγές των ανθρώπων που τα έζησαν, όμως είναι πάρα πολλά για να συνεχίζει η Ελλάδα να αγνοεί την προσφορά όσων έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους σαν πιστοί και φιλότιμοι στρατιώτες στην Κύπρο» καταλήγει με μια περήφανη θλίψη ο αντιστράτηγος ε.α. Βασίλης Μανουράς.