Είμαι πολύ επιφυλακτικός απέναντι στους επίσημους εορτασμούς εθνικών επετείων. Ακόμα και όταν οι διοργανωτές τους έχουν τις ευγενέστερες προθέσεις, να ενισχύσουν την ιστορική μνήμη, να φέρουν τους νεότερους σε επαφή με το κοινό μας παρελθόν, το αποτέλεσμα συχνότατα τους προδίδει. Οι πράξεις των προγόνων μας εξιδανικεύονται σε σημείο να μοιάζουν ψεύτικες. Φανταστικά ανδραγαθήματα ημίθεων. Οι σκοτεινές τους όψεις αποσιωπούνται. Ο,τι αντιφατικό παραλείπεται ώστε να μη λεκιάσει δήθεν την ωραία εικόνα.
Να πούμε ότι το μαντείο των Δελφών μήδισε, αλληθώρισε τουλάχιστον προς τους Πέρσες, ενώ εκείνοι επέλαυναν στην Ελλάδα, πριν από τη μάχη του Μαραθώνα; Θεός φυλάξοι! Να αναφέρουμε ότι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης ήταν στα πρόθυρα της Αλωσης βαθιά διχασμένοι, πως οι μισοί προτιμούσαν την υποταγή στους Οθωμανούς από την άρση του σχίσματος με τους Καθολικούς – «κάλλιο σαρίκι τούρκικο παρά τιάρα παπική»; Να εγκύψουμε στις «βρώμικες» πτυχές του 1821, στα συντροφικά αλληλομαχαιρώματα, στους εμφυλίους; Να αναφέρουμε πως από τους ήρωες της Επανάστασης αρκετοί είχαν μητρική τους γλώσσα τα αρβανίτικα; Οτι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε υπάρξει μουσουλμάνος αλεβίτης, μπεκτασής; Αλίμονο! Θα τρίξουν τα θεμέλια του ελληνοχριστιανισμού πάνω στα οποία τόσες καριέρες οικοδομήθηκαν.
Ακόμα και για τα σχετικά πρόσφατα γεγονότα, η ιστορική μνήμη αποδεικνύεται μνήμη χρυσόψαρου. «Φου να μας έκαναν το πρωί της 21ης Απριλίου, θα πέφταμε…» ομολόγησε σε βαθύ γήρας ο αρχιπραξικοπηματίας Παττακός. Και όμως, εκατομμύρια Ελληνες, που επί επτά χρόνια δεν έκαναν ούτε «φου!» παρά κοιτούσαν τις δουλειές τους, μεταμορφώθηκαν στις 24 Ιουλίου 1974 σε αρειμάνιους αντιστασιακούς. Φώναζαν ρυθμικά στις διαδηλώσεις «δώστε τη χούντα στον λαό!». Οπως, σαράντα χρόνια αργότερα, ισχυρίζονταν ότι η χούντα δεν τελείωσε το ’73 αλλά θα την τελειώσουν οι «Αγανακτισμένοι» στις πλατείες…
«Και τι να κάνουμε;» θα μου πείτε. «Να μετατρέψουμε τις εκδηλώσεις μνήμης σε τελετές αυτομαστίγωσης; Ο μέσος άνθρωπος, στο κάτω – κάτω, ποτέ και πουθενά δεν διακρινόταν για τον ηρωισμό του. Λίγοι είναι εκείνοι που σώζουν κάθε φορά την τιμή του. Για αυτό και τους φτιάχνουμε αγάλματα, δίνουμε το όνομά τους σε πλατείες και σε δρόμους, τους προβάλλουμε ως παράδειγμα για τις επόμενες γενιές, ρετουσάροντας την εικόνα τους…».
Διαβάζω αυτές τις μέρες το «Ενας άντρας» της Οριάνα Φαλάτσι. Οχι την πιο αποστασιοποιημένη, σίγουρα όμως την πιο χειμαρρώδη, την πιο από καρδιάς βιογραφία του Αλέκου Παναγούλη. Ανατριχιάζω σε κάθε σελίδα. Μένω ενεός με εκείνον τον τύπο, που ακολούθησε τις ιδέες και τον προσωπικό του κώδικα τιμής μέχρι τις έσχατες συνέπειές τους.
Δεν είναι η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα που ως πολιτική πράξη θα μπορούσε να κριθεί και λανθασμένη – τι θα συνέβαινε αν ανατιναζόταν η λιμουζίνα του δικτάτορα; Ο Παπαδόπουλος πιθανότατα θα αγιοποιούνταν και κάποιος άλλος, ίσως και πιο απαίσιος, θα τον διαδεχόταν. Είναι το ασύλληπτο σθένος που έδειξε ο Παναγούλης στα κελιά της ΕΣΑ και των φυλακών Μπογιατίου. Η ψυχική του δύναμη να βγάζει διαρκώς τη γλώσσα στους βασανιστές του. Τον τουλουμιάζαν και τους έφτυνε στα μούτρα. Του έσβηναν τσιγάρα στις πληγές, του έχωναν καυτές βελόνες στην ουρήθρα και τους γελούσε ειρωνικά. Τον ετοίμαζαν για εκτέλεση και τους τραγουδούσε. Και άλλοι τράβηξαν του λιναριού τα πάθη. Κανείς ωστόσο – από όσο ξέρω – δεν παρέμεινε τόσο αγέρωχος. Τόσο σαρκαστικός. Τόσο, ώρες – ώρες, παιγνιώδης.
Το «Ενας άντρας» θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία. Οχι για τη δημοκρατική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, όχι με τον ηθικοπλαστικό τρόπο που μιλάνε στα παιδιά για το Πολυτεχνείο και για την Εθνική Αντίσταση. Αλλά ως τρανή απόδειξη πως μέσα στον καθένα μας υπάρχει κάτι το οποίο αξίζει περισσότερο από τη βολή και τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή ακόμα – ακόμα. Ο πατριωτισμός; Ο έρωτας; Η καλλιτεχνική δημιουργία; Υπέρτατη ευτυχία να το βρεις και να θυσιαστείς στον βωμό του.
Τι είναι ο ήρωας; Ενας νέος Αδάμ. Που περπατάει στον κόσμο και τον δοξάζει όπως του πρέπει. Σαν κόσμημα.