Η βία έγινε «σκληρή κανονικότητα στην πολιτική» – στις ΗΠΑ ήταν πάντα μέρος της μάχης για την εξουσία. «Ποτέ όμως η βία δεν ήταν τόσο παρούσα στην Αμερική, όσο σε αυτή τη φάση της ιστορίας της χώρας, με το έθνος διχασμένο να αντιμετωπίζει το πεπρωμένο του». Οι σφαίρες που στόχευαν τον Ντόναλντ Τραμπ «όχι μόνον θα ενισχύσουν αυτήν τη δυναμική, αλλά στη χειρότερη περίπτωση πιθανόν να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της βίας». Στις διαπιστώσεις αυτές κατέληγε ο Στέφαν Κορνέλιους, αρχισυντάκτης διεθνών της «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ» την περασμένη Δευτέρα στο σχόλιό του για τη δολοφονική επίθεση στον Τραμπ.

Ηταν η πρώτη δολοφονική επίθεση τέτοιου διαμετρήματος στην εποχή της κυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, επισήμαναν άλλοι σχολιαστές. Οι «προβλέψιμες όσο και ριζοσπαστικές» αντιδράσεις του ψηφιακού κόσμου έδειξαν πόσο γρήγορα μπορεί να διευρυνθεί ένα ήδη υπάρχον ρήγμα. Οχι μόνον στην Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη.

Η δολοφονική επίθεση στον Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε σοκ στους Ευρωπαίους. «Πολιτικοί όλων των κομματικών αποχρώσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη παρακολούθησαν με μια αίσθηση τρόμου την επίθεση στον Ντόναλντ Τραμπ», κατέγραψε το «Politico». Στις αντιδράσεις των ευρωπαίων ηγετών, συμπλήρωνε, αντικατοπτρίζεται και «ο αυξανόμενος κίνδυνος για τις χώρες τους». Διότι, «βλέποντας, πόσο κοντά έφτασε στον θάνατο ο Τραμπ, το μήνυμα που πήραν οι ευρωπαίοι ηγέτες ήταν σαφές: Αυτό που μπορούσε να συμβεί στην Αμερική, θα μπορούσε να συμβεί και εδώ».

Ενδιαφέρον έχει το γεγονός, ότι τη μεγαλύτερη έμφαση στον κίνδυνο αυτόν έδωσαν οι ευρωπαίοι ομοϊδεάτες του εθνολαϊκιστή Τραμπ. Στη Γαλλία, η ηγέτιδα της Ακροδεξιάς, Μαρίν Λεπέν, είπε ότι η απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ ήταν σύμβολο της «βίας που υπονομεύει τις δημοκρατίες μας» και προειδοποίησε ότι «η Γαλλία δεν είναι ασφαλής από αυτή τη βία». Η Τζόρτζια Μελόνι, πρωθυπουργός της Ιταλίας, είπε ότι «υπάρχουν όρια, που δεν πρέπει ποτέ να ξεπεραστούν». Η επίθεση στον Τραμπ, πρόσθεσε, «είναι μια προειδοποίηση προς όλους, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, να αποκαταστήσουμε την αξιοπρέπεια και την τιμή στην πολιτική».

Η Ευρώπη δεν είναι Αμερική. Αλλά ούτε από την Ευρώπη λείπει η πολιτική βία με κατάληξη ακόμα και τις δολοφονίες. Τον περασμένο Μάιο ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας, Ρόμπερτ Φίκο, δέχθηκε επίθεση με πολιτικά κίνητρα, ο ένοπλος δράστης τον πυροβόλησε πέντε φορές. Ο Φίκο διασώθηκε τελικά και επέστρεψε στα καθήκοντά του, αλλά οι πολλαπλοί τραυματισμοί τού άφησαν μόνιμα προβλήματα υγείας.

Μόλις τον περασμένο μήνα, δύο μέρες πριν απ’ τις ευρωεκλογές, η πρωθυπουργός της Δανίας, Μέτε Φρεντέρικσεν, δέχτηκε επίθεση και χτυπήματα από έναν άνδρα στο κέντρο της Κοπεγχάγης.

Στη Μεγάλη Βρετανία δολοφονήθηκαν δύο εν ενεργεία μέλη του Κοινοβουλίου τα τελευταία οκτώ χρόνια. Η βουλευτής των Εργατικών, Τζο Κοξ, δολοφονήθηκε το 2016 από έναν νεοναζί κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα στην ΕΕ. Ο συντηρητικός βουλευτής, Ντέιβιντ Αμες, μαχαιρώθηκε το 2021 από υποστηρικτή του Ισλαμικού Κράτους.

Η Γερμανία έζησε τους προηγούμενους μήνες μία σειρά επιθέσεων σε πολιτικούς, όπως ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος ευρωβουλευτής Ματίας Εκε, ο οποίος χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο ύστερα από επίθεση ακροδεξιών την ώρα που κολλούσε προεκλογικές αφίσες. Δεν έλειψαν και οι επιθέσεις σε πολιτικά στελέχη του ακροδεξιού AfD.

Ορόσημο πολιτικής βίας στη Γερμανία ήταν η δολοφονία του περιφερειάρχη του Κάσελ, Βάλτερ Λίμπκε, τον Ιούνιο του 2019. Ο Λίμπκε, κυβερνητικό στέλεχος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος CDU, είχε υποστηρίξει ενεργά την πολιτική υποδοχής των προσφύγων που ακολούθησε η τότε καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ στην κρίση του 2015-16. Αυτό ήταν αρκετό για τον σεσημασμένο νεοναζί, Στέφαν Ερνστ, να δολοφονήσει το Λίμπκε πυροβολώντας τον από μικρή απόσταση στην αυλή του σπιτιού του.

Το πολιτικό κλίμα των τελευταίων χρόνων, με την εμφάνιση και καθιέρωση του ακροδεξιού, εξτρεμιστικού κόμματος AfD, απέκτησε και στη Γερμανία τοξικά χαρακτηριστικά. Τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν την αύξηση της πολιτικής βίας και των αδικημάτων με πολιτικά κίνητρα. Η τελευταία έκθεση του υπουργείου Εσωτερικών και της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δίωξης Εγκλήματος (ΒΚΑ) για το 2023 καταγράφει αύξηση κατά 1,89% αυτών των αδικημάτων στα 60.028, που είναι ρεκόρ από το 2001 που παρακολουθείται η συγκεκριμένη κατηγορία. Ο συντριπτικά μεγαλύτερος αριθμός αδικημάτων με πολιτικά κίνητρα προέρχεται από το ακροδεξιό, εξτρεμιστικό φάσμα. «Η εγκληματικότητα με πολιτικά κίνητρα σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα σε δέκα χρόνια και συνεχίζει να αυξάνεται με τη ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων του πληθυσμού», είπε ο επικεφαλής του BKA, Χόλγκερ Μινχ. Και είναι αυτή η βία που, σύμφωνα με τη σοσιαλδημοκράτη υπουργό Εσωτερικών, Νάνσι Φέζερ, «στρέφεται κατά της ανοιχτής και ελεύθερης κοινωνίας μας».