Ακριβώς μισόν αιώνα πριν, στις αιματηρές συγκρούσεις που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, όχι περισσότεροι από 2.000 θαρραλέοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και νεαροί οπλίτες από την Ελλάδα, στελέχη της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου, ανταποκρίθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη στο κάλεσμα ανάγκης της Μεγαλονήσου. Δεκάδες έπεσαν μαχόμενοι, περνώντας τελεσίδικα στην αιωνιότητα. Τα ονόματά τους αποτελούν το ηρωικότερο κεφάλαιο της σύγχρονης Ιστορίας – τίμημα βαρύ και ακριβό για τους συγγενείς και τους οικείους τους.
Οταν η ελπίδα της επιστροφής τους έσβησε, γονείς, παππούδες, αδέλφια, σύντροφοι και φίλοι έμειναν με ένα αμείλικτο και αναπάντητο ερώτημα: «Πού βρίσκονται τα οστά των παιδιών μας που πλήρωσαν τη γενναιότητά τους με τα νιάτα τους;». Μανάδες και πατεράδες έφυγαν και συνεχίζουν να φεύγουν προσμένοντας ένα απλό τηλεφώνημα από την Κύπρο που θα απαντούσε σε αυτό το επίμονο ερώτημα. Για 15 οικογένειες αγνοουμένων ωστόσο εκείνο το καθοριστικό τηλεφώνημα ήρθε πριν από μερικούς μήνες – έστω και με μισόν αιώνα καθυστέρηση.
Τρία αδέλφια τριών – για πάντα νέων – ηρώων μοιράζονται τις συγκλονιστικές ιστορίες τους με «ΤΑ ΝΕΑ».
Η Τασούλα Κουτσού, αδελφή του Κωνσταντίνου Τσιτιρίδη, ο Ευγένιος Ηλιόπουλος, αδελφός του Γιάννη Ηλιόπουλου, και ο Παναγιώτης Κρατημένος, αδελφός του Αναστάσιου Κρατημένου, αποτίουν σήμερα τον δικό τους φόρο τιμής στα τρία παιδιά που έμειναν για πάντα 21 ετών. Μόλις φέτος, μέσα σε ένα ταπεινό κουτί τυλιγμένο με την ελληνική και την κυπριακή σημαία, παρέλαβαν τα οστά τους, ενταφιάζοντάς τα στους τόπους καταγωγής τους με τις τιμές που τους αρμόζουν. Μετά θάνατον, σε όλους τους απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του έφεδρου ανθυπασπιστή.
Οπως άλλωστε λέει με έντονη συγκίνηση, αναφερόμενη στην πρόσφατη κηδεία του αδελφού της, η Τασούλα Κουτσού, ήταν όλοι εκεί: «Οι φίλοι του, οι συμμαθητές και οι συγγενείς που τον έζησαν. Ολοι τους με λευκά μαλλιά. Εγώ όμως θυμάμαι ένα παλικαράκι 21 ετών, που αν ζούσε σήμερα θα ήταν 71. Δεν μπορώ να τον φανταστώ έτσι, εγώ θυμάμαι μόνο εκείνο το αγόρι που με αγκάλιασε και με αποχαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο, χωρίς να ξέρουμε ότι ήταν η τελευταία φορά».
«Κλάματα και μοιρολόγια ήταν η ζωή της μάνας μας»
Ο Κωνσταντίνος Τσιτιρίδης ήταν το μικρότερο από τα τρία παιδιά μιας τυπικής και δεμένης οικογένειας από την Κρύα Βρύση Πέλλας. Οπως αφηγείται η αδελφή του, Τασούλα Κουτσού, ο Κωνσταντίνος ήταν ένα χαρισματικό παιδί, χαμογελαστός, ευγενικός, με ταλέντο στις μιμήσεις. «Να φανταστείτε ότι εκείνα τα χρόνια τον φώναζαν για να κάνει αναμεταδόσεις στα γήπεδα ως σπίκερ. Τον έκανες παρέα και ήταν έξω καρδιά. Ηταν η ψυχή της παρέας». Το ταραγμένο 1974 βρίσκει τον Κωνσταντίνο να υπηρετεί τη θητεία του στην Καλαμάτα, όταν όμως ο τουρκικός επεκτατισμός πάτησε την Κύπρο, ήταν εκεί – στην έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων. Η αδελφή του περιγράφει την τελευταία φορά που τον είδε ως εξής: «Τη μέρα που ήρθε για να με αποχαιρετήσει ήμουν ήδη παντρεμένη και λεχώνα. Με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε: “Αδερφούλα μου, όταν γυρίσω θα βρω μεγάλο το μωρό σου”. Θυμάμαι ότι φορούσε μια άσπρη μπλούζα και ένα καρό παντελόνι. Γύρισε το κεφάλι πίσω, μου χαμογέλασε κι έφυγε. Την εικόνα αυτή δεν την ξεχνώ ποτέ».
Η ίδια έχει κρατήσει την αλληλογραφία που αντάλλασσαν και στην οποία τους διαβεβαίωνε πως θα γυρίσει πίσω, κλείνοντας πάντα τα γράμματά του με τη φράση «περιμένω νέα σας». Ωστόσο από τον Αύγουστο του 1974 δεν έλαβαν ξανά τα δικά του νέα. «Ηταν τότε που ήρθαν στο σπίτι μας και είπαν στον πατέρα μου πως ο γιος του είναι αγνοούμενος. Ζήσαμε 50 χρόνια μέσα στην αγωνία και τη θλίψη» σημειώνει η Τασούλα Κουτσού, εξηγώντας πως αυτή ήταν η αρχή του δικού τους γολγοθά. Τα ταξίδια της οικογένειας στην Κύπρο και οι έρευνες για τον εντοπισμό του Κωνσταντίνου δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. «Αρχισε η καημένη η μάνα μας να πηγαίνει στην Κύπρο και να μοιράζει φωτογραφίες του από εδώ και από εκεί ρωτώντας: “Μήπως τον είδατε πουθενά, μήπως τον γνωρίζετε;”. Κλάματα και μοιρολόγια, αυτή ήταν η ζωή της μάνας μας. Κι έφευγε από το σπίτι για να μην την ακούμε, να κλαίει ελεύθερα. Η μαμά και ο μπαμπάς μου έφυγαν με τον καημό του».
«Μην αλλάξετε τον αριθμό γιατί αυτόν έχουν στην Κύπρο και μπορεί μια μέρα να χτυπήσει το τηλέφωνο. Και πράγματι, μια μέρα χτύπησε, αλλά η μητέρα μου δεν ζούσε για να το απαντήσει…». Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένα ευγενικό στέλεχος της Υπηρεσίας Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ενα οστό που βρέθηκε, συγκρινόμενο με δείγμα γενετικού υλικού που είχε δώσει η ίδια, διαπιστώθηκε πως ανήκε στον αδελφό της. «Ηταν από το χέρι του και βρέθηκε στον ομαδικό τάφο κοντά στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Μέχρι τότε εμείς πηγαίναμε στο οστεοφυλάκιο στη Μακεδονίτισσα και ανάβαμε κεράκια, αφήναμε λουλούδια επειδή έγραφε “Αγνωστος Στρατιώτης” και λέγαμε “μήπως βρίσκεται εκεί κάτι από τον άνθρωπό μας”» αναφέρει.
Τον Νοέμβριο του 2023, σχεδόν 50 χρόνια από εκείνη, την πιο δύσκολη επίσκεψη στο σπίτι της οικογένειας, όπου ενημερώθηκε ότι ο αδελφός της αγνοείται, ακολούθησε μια δεύτερη επίσκεψη, αυτή τη φορά λυτρωτική, που επιβεβαίωνε όσα αρχικά ειπώθηκαν τηλεφωνικώς έναν μήνα νωρίτερα.
Μετά τις συμβολικές τελετές στην Κύπρο και στην Ελευσίνα, ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Τσιτιρίδης είχε την κηδεία που του άξιζε, με όλες τις τιμές που του άξιζαν, στον τόπο καταγωγής του, σε κλίμα συναισθηματικής φόρτισης. «Πολύς κόσμος τον τίμησε και όλα ήταν πολύ συγκινητικά» δηλώνει η Τασούλα Κουστού. Τα λείψανα του μικρού αδελφού της βρίσκονται πλέον στον αγαπημένο του τόπο, κλείνοντας έτσι έναν κύκλο μακράς αναμονής, με την οδύνη όμως πάντα παρούσα για τους εναπομείναντες συγγενείς του.