Σαν αύριο η Ελλάδα γιορτάζει πενήντα χρόνια μεταπολίτευση. Η χούντα που δεν τελείωσε το ’73, στην πραγματικότητα τελείωσε το ’74. Και – έκπληξη! – δεν την τελείωσαν οι πολιτικοί πρόγονοι όσων υποκίνησαν το αριστερό αντιμνημόνιο και οι μπάχαλοι συμπαραστάτες τους. Την τελείωσε το Κυπριακό. Το πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη κατά του Μακάριου στην Κύπρο που έδωσε την αφορμή στην Τουρκία να εισβάλει. Την τελείωσε ένα εθνικό έγκλημα.

Ακουσα τον τούρκο πρόεδρο Ερντογάν να πανηγυρίζει για την εισβολή και να διατυμπανίζει ότι δεν είναι εφικτή η ομοσπονδιακή λύση.

Ακουσα και τον έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, να λέει ότι «δεν αποδεχόμαστε τετελεσμένα, η θέση μας είναι μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια, σε διζωνική δικοινοτική συνομοσπονδία χωρίς στρατό κατοχής».

Πολύ σωστά. Αλλά μετά την εισβολή, τα θύματα, τους αγνοούμενους που δεν βρέθηκαν ποτέ ζωντανοί, μετά την κατοχή του 37% του νησιού, δόθηκε μια τρομερή ευκαιρία στην Κύπρο για μια όσο το δυνατόν πιο δίκαιη λύση.

Το 2004, κυρίως χάρη στις προσπάθειες της κυβέρνησης Κώστα Σημίτη, η Κυπριακή Δημοκρατία μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Σχεδόν ταυτόχρονα, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Αναν μεθόδευσε ένα δημοψήφισμα που μπορούσε να λύσει το πρόβλημα.

Ο πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος ήταν εξαρχής αντίθετος στις διευθετήσεις του Σχεδίου Αναν. Αντίθετος και στη συνομοσπονδία, που σήμερα τονίζει ο Μητσοτάκης. «Παρέλαβα κράτος, δεν θα παραδώσω κοινότητα» είχε δηλώσει ο Παπαδόπουλος. Στο τέλος, με τη θέση του συντάχθηκε και το ΑΚΕΛ, το κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου. Η ουδετερότητα της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή στην Ελλάδα βοήθησε την πολιτική της άρνησης.

Ο ιστορικός ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Ραούφ Ντενκτάς, απέρριψε το σχέδιο. Το είχε όμως υποστηρίξει ο Ερντογάν.

Το δημοψήφισμα έγινε στις 24 Απριλίου 2004 και στις δύο κοινότητες. Οι Τουρκοκύπριοι το υπερψήφισαν πανηγυρικά, με ποσοστό 65%. Διεκδίκησαν το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Οι Ελληνοκύπριοι το καταψήφισαν με ποσοστό 76%. Απερρίφθησαν, μεταξύ άλλων, η σχέση 72:28 του εδάφους ανάμεσα στις δύο κοινότητες – που σημαίνει ότι θα επιστρέφονταν τα εδάφη περίπου του ενός τρίτου των κατεχομένων. Σήμερα, θα είχαμε και τη Μόρφου και την Αμμόχωστο. Σήμερα, επίσης, θα υπήρχαν μόνο 45.000 τούρκοι έποικοι, όχι χιλιάδες. Και θα είχε φύγει όχι μόνο ο στρατός κατοχής αλλά και ο στρατός των εγγυητριών δυνάμεων. Δεν θα υπήρχαν τούρκοι στρατιώτες στο νησί.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν δέχτηκε αυτή τη λύση. Και η Τουρκία εδραίωσε την κατοχή και την ιδέα δυο κρατών. Η αποτυχία της τελευταίας διαπραγμάτευσης στο Κραν Μοντανά, το 2017, οριστικοποίησε τα τετελεσμένα που σήμερα επικαλείται ο Ερντογάν.

Και τι πήραμε; Καταλαβαίνετε τι.

Κατανοώ τα εθνικά δάκρυα – είναι σύνηθες να κλαίμε για να κρύψουμε τα λάθη μας. Δεν κατανοώ ότι, και σήμερα ακόμα, δεν τολμούμε έστω να απαντήσουμε στο ερώτημα «ποιοι φταίνε;».

Αρνούμαστε επίμονα δηλαδή να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη.