Ας ξεκινήσουμε με δύο βασικές παραδοχές: πρώτον, δημοσιογραφικά και από πλευράς αίσθησης στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο, η μη επανεκλογή της προέδρου της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, θα πυροδοτούσε περισσότερο ενδιαφέρον και πρωτοσέλιδα, μεγαλύτερη πολιτική αναστάτωση που είναι το βούτυρο στο ψωμί των πάσης φύσεων αναλυτών, μια σίγουρη καταστροφολογική προσέγγιση για την Ευρώπη που διαλύεται κ.λπ. Ετσι, η επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας μάλλον απογοήτευσε όσους περίμεναν ένα ευρωπαϊκό πολιτικό δράμα εν μέσω θέρους, με αλλεπάλληλες συναντήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προκειμένου να καταλήξουν σε αξιόπιστες και ευρέως αποδεκτές εναλλακτικές λύσεις. Δεύτερον, η επανεκλεγείσα πρόεδρος θα ξεκινήσει τη δεύτερη θητεία της δρέποντας τις δάφνες της επιτυχημένης διαχείρισης κρίσεων την τελευταία πενταετία αλλά και εν μέσω αμφισβητήσεων για τους χειρισμούς της σε ορισμένες εξ αυτών (βλ. την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για θέματα διαφάνειας στις συμβάσεις παρασκευής εμβολίων την περίοδο του κορωνοϊού) και χωρίς καμία περίοδο χάριτος λόγω της ήδη υπάρχουσας εξοικείωσης με τις τρέχουσες προκλήσεις.

Η τελευταία διαπίστωση έχει δύο αναγνώσεις και αξιολογείται εντέλει ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός. Η εξοικείωση υποδηλώνει γνώση και άποψη για τα ζητήματα που ταλανίζουν την Ευρώπη και θα καθορίσουν την επόμενη μέρα της, από την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας μέχρι την αναγκαιότητα εμπέδωσης της αμυντικής ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και από τον προβληματισμό για τη διασύνδεση μετανάστευσης και δημογραφικού μαρασμού μέχρι την ανάγκη εστίασης στη φλεγόμενη Μεσόγειο ως μείζονα περιοχή προκλήσεων. Ολα τα παραπάνω αποτέλεσαν σημεία αναφοράς στον λόγο της προέδρου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πριν απ’ την επανεκλογή της. Σίγουρα, ένα νέο πρόσωπο θα συνοδεύονταν από την προσδοκία εναλλακτικών προσεγγίσεων και πιθανώς διαφορετικών προτάσεων αντιμετώπισης των προκλήσεων αυτών, γεγονός κατά βάση θετικό.

Από την άλλη μεριά, ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε την κρίσιμη πολιτική καμπή στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ενας νέος πολιτικός κύκλος έχει ανοίξει με παρεμφερή χαρακτηριστικά μεν σε επίπεδο εκπροσώπησης πολιτικών δυνάμεων και χώρων στην ανθρωπογεωγραφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αλλά με μια σημαντική διαφοροποίηση σε επίπεδο κρατών-μελών: οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία και – δευτερευόντως – στη Γερμανία δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας για τολμηρές πρωτοβουλίες «φυγής προς τα εμπρός» για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οταν ο γαλλογερμανικός άξονας δεν λειτουργεί αρμονικά, η Ευρωπαϊκή Ενωση πορεύεται ασθμαίνοντας. Τι είναι απαραίτητο σε μια τέτοια περίπτωση; Μια δύναμη πολιτικής και θεσμικής συνέχειας, ένας πόλος εξουσίας που θα εξασφαλίσει τη σταθερότητα του οικοδομήματος εν αναμονή του επόμενου μεγάλου άλματος προς τα εμπρός στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όταν διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες.

Εκεί, ακριβώς, έγκειται η μεγάλη αξία της επανεκλογής της Φον ντερ Λάιεν στην προεδρία της Επιτροπής. Χωρίς να υποστηρίζεται η απόλυτη κάθαρσή της στην πολιτική κολυμβήθρα του Σιλωάμ της επανεκλογής της και η απόλυτη δικαίωση όσων έχει πράξει κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας της, εντούτοις ο ρόλος της είναι πλέον πιο ουσιαστικός και πιθανώς πιο απαραίτητος στο να εξασφαλίσει τη σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης εν μέσω διογκούμενων κρίσεων και προκλήσεων. Η επιτυχημένη πολιτική της ακροβασία το τελευταίο έτος μέχρι να εξασφαλιστεί η υποψηφιότητά της στην αρχή και εν συνεχεία η εκλογή της δείχνει οξυμένο πολιτικό αισθητήριο. Τα πεπραγμένα της προηγούμενης θητείας της δείχνουν επίσης μια γενικότερη κατεύθυνση που όσο κι αν προσαρμοστεί στα νέα πολιτικά δεδομένα δεν μπορεί να συνοδευτεί από μια πλήρη στροφή και εγκατάλειψη των κεκτημένων πέντε ετών, για παράδειγμα στο θέμα της πράσινης μετάβασης. Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, της συνέχειας και της σταθερότητας, εκτιμώ ότι η παρουσία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο τιμόνι της Επιτροπής για μια ακόμα θητεία είναι καλά νέα για την Ευρώπη.

Ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αριάν Κοντέλλη, ΕΛΙΑΜΕΠ