Ελληνικό καλοκαίρι είναι εκείνη η εποχή του χρόνου που πολλαπλασιάζονται οι αναρτήσεις και τα δημοσιεύματα για τις «αυθεντικές τηγανητές πατάτες» και ξεκινά η αναζήτηση της «ιδανικής χωριάτικης». Η προσγείωση στην πραγματικότητα βέβαια είναι οδυνηρή, καθώς η αυθεντικότητα είναι έννοια πολύ σοβαρή για να την αφήσουμε στους λαδέμπορες και το ιδεώδες απλησίαστο, επειδή αυτή είναι η φύση του. Αν φτάναμε τόσο κοντά στην ιδανική χωριάτικη, συνένοχέ μου αναγνώστη, θα φρίτταμε από τη δυσκολία να αναπαραχθεί σε εκατομμύρια «κόπιες». Να σημειωθεί επίσης ότι οι «καλύτερες φυσικές πισίνες» λέγονται γκιόλες, με το συμπάθειο, και όλοι είχαμε ανακαλύψει από μία στα ερημωμένα χωριά μας.
Με το που μπαίνει ελληνικό καλοκαίρι οι Ελληνες ξεκινούν να διαβάζουν: κλασικά, σύγχρονα, «λίγο ανάλαφρα», «ας είναι και κάτι πιο βαρύ για να μας κάνει να σκεφτούμε» (sic). Η ερώτηση με την οποία αυτοβιογραφούνται οι περισσότεροι – χωρίς να το γνωρίζουν – είναι αν υπάρχει «κάτι καλό» που βγήκε τελευταία ώστε να μη χάσουν την επαφή με τη βιβλιοπαραγωγή. Οπότε εσύ μένεις στα μετόπισθεν αντικρίζοντας τα συγκεντρωμένα βιβλία του χειμώνα που εκλιπαρούν για μια πρώτη ανάγνωση, αλλά και τα μισοδιαβασμένα που απομένουν ξέπνοα σε διάφορες γωνιές αναζητώντας τη δεύτερη.
Το ελληνικό καλοκαίρι διογκώνονται τα στερεότυπα των νεοελλήνων για τους επισκέπτες εξ Εσπερίας και εξ Ανατολής, στο πρόσωπο των οποίων βλέπουν κινούμενα ευρώ. Ναι, φυσικά, υπάρχει η παραδοσιακή αίσθηση της φιλοξενίας, η οποία εξατμίζεται στην πρώτη εντύπωση του ενοικιαζόμενου και στην πρώτη χρέωση του κουβέρ, του νερού, της τάβλας, της παρέας, της βουκαμβίλιας και όλων των συμπαρομαρτούντων. Το κομμάτι μουσακά που κόστισε 33 ευρώ σε αρβανιτονήσι του Αιγαίου λέει περισσότερα για τη φιλοξενία απ’ όσα οι καλύτεροι ταξιδιωτικοί οδηγοί.
Το ελληνικό καλοκαίρι είναι μία γιγαντοοθόνη με εκατομμύρια πίξελ, όπου θερινοί εκδρομείς (να επισημανθεί ότι δεν χρησιμοποιούμε το οριστικό άρθρο) διαφημίζουν τη συσσωρευμένη αυτοαναφορικότητα της προηγούμενης χρονιάς. Ενας αβυθομέτρητος ωκεανός από «περιεχόμενο» (content, ντε), πλην όμως ρηχός στο τελικό ζύγι. Να, εδώ, διαβάζω Προυστ με φόντο το ηλιοβασίλεμα, να εδώ χτύπησα κι ένα θέατρο, να εδώ βλέπουμε Χίτσκοκ μ’ αγιόκλημα και γιασεμί. Δεν μου έχει τύχει να διαβάσω Προυστ στην παραλία κι έτσι δεν γνωρίζω, φαντάζομαι όμως ότι όλο και καμιά υπογράμμιση χρειάζεται για να πας παρακάτω. Συμπάσχω πάντως για τη δεινή εμπειρία μεταξύ κολλώδους άμμου, εκμαυλιστικού αναγνώσματος και «εκμαυριστικού» λαδιού.
Ελληνικό καλοκαίρι σημαίνει πρωτίστως τη συνέχεια μιας κανονικότητας, απλώς με μια δόση αποπνικτικού hype και λιβυκής θερμοκρασίας. Τα σπασμένα πλακάκια συνεχίζουν να είναι σπασμένα πλακάκια την ώρα που οι αγαπημένοι μας τουρίστες δοκιμάζουν το κοκτέιλ τους και τα τραπεζοκαθίσματα προστίθενται στα τραπεζοκαθίσματα του προηγούμενου καλοκαιριού. Κάπου εκεί γύρω, την ώρα που άλλοι βλέπουν το «Vertigo» στο θερινό της καρδιάς τους και άλλοι κολυμπάνε αμέριμνοι, μία οικογένεια τουριστών μπαίνει στο χρυσοποίκιλτο διαμέρισμα του αθηναϊκού κέντρου.
Ευτυχώς ο καθένας από εμάς κουβαλάει το δικό του φορητό καλοκαίρι, φτιαγμένο από αναμνήσεις, θραύσματα και κυτταρική μνήμη που μπορούν να αντιπαρέρχονται τον μύθο του ελληνικού καλοκαιριού.