Αν ζούσε, λένε, αυτές τις μέρες θα γινόταν ενενήντα ετών. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη που πέθανε σαν σήμερα, το 1996, τρεις μέρες μετά τα γενέθλιά της. Αντε καλέ που θα ενενηντάριζε. Ναι, μπορεί να έσβηνε μία τούρτα με ένα κεράκι – ερωτηματικό, να ήταν κοινό μυστικό τα πόσα έκλεινε, αλλά έχω την εντύπωση ότι θα έκανε μια πολύ καλή συμφωνία με τον χρόνο, καλύτερη ακόμη και από του Φάουστ. Θα τον σεβόταν αλλά θα απαιτούσε κι εκείνη απόλυτο σεβασμό από μέρους του. Πιστεύω ότι δεν θα παραμορφωνόταν με ακραίες επεμβάσεις και τόνους υαλουρονικών. Ναι, σίγουρα θα φρόντιζε να μη φαίνεται «γριά», αλλά δεν θα μας άφηνε να αναπολούμε την όψη της ούτε να φανταζόμαστε πώς θα ήταν αν επέτρεπε στον εαυτό της να γεράσει «κανονικά». Θα ήταν μια πολύ περιποιημένη ηλικιωμένη κυρία που θα φρόντιζε να μη γελοιοποιείται περιφέροντας την ανάμνηση της μπεμπέκας. «Μια χαρά μεγάλωσε η Βουγιούκλω», θα λέγαμε. Αλλά ο χρόνος θα της είχε κάνει το χατίρι και, με κάποιο τρόπο, πίσω από το πρόσωπο της προχωρημένης ωριμότητας θα ξεπρόβαλλε το Αλικάκι. Ετσι, ίσα ίσα για να μας κλείσει το μάτι όπως στο «Η Αλίκη στο Ναυτικό», να μουτρώσει όπως στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», να κάνει «τσιριμπίμ τσιριμπόμ» όπως στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο».
Δεν θα μπορούσε να γεράσει «εντελώς» όπως δεν μπορεί να γεράσει «εντελώς» μια εποχή ή μία χώρα. Διότι αυτό ακριβώς υπήρξε η Βουγιουκλάκη. Η μεταπολεμική Ελλάδα που κατάφερε να μεταλαμπαδεύσει τη νιότη της και στις επόμενες γενιές. Ενα κορίτσι που έζησε την εφηβεία του – την ηλικία των μεγάλων ονείρων – αμέσως μετά τον πόλεμο και την Κατοχή. Σε μια χώρα ρημαγμένη, πληγωμένη, χωρισμένη στα δύο, ασπρόμαυρη. Που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να προχωρήσει. Σε μια εποχή που η χαρά έμοιαζε σχεδόν παράνομη – μπορεί και αμαρτία – και στα μάτια των ανθρώπων αποτυπωνόταν η θλίψη.
Και τότε ξεπετάχτηκε από το πουθενά της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας που ήταν ακόμη στα σπάργανα, ένας σίφουνας. Ενα κορίτσι, ένα «ποντικάκι» (ο τίτλος της πρώτης ταινίας της), μία εικοσάχρονη ηθοποιός που δεν ήταν ούτε η πιο ταλαντούχα ούτε η πιο όμορφη της γενιάς της. Ηταν όμως αυτή, η Αλίκη. Που δεν θα μάθουμε ποτέ αν συνειδητά ή τυχαία ταυτίστηκε με την ίδια τη χώρα. Σε μία εποχή που ακόμη και η λέξη μάνατζερ ήταν άγνωστη, μοιάζει σαν να αποφάσισε να κάνει την Ελλάδα, από ασπρόμαυρη, τεχνικολόρ. Σαν να την πήρε από το χέρι όχι για να της δείξει μια άλλη, ανέφικτη για τους πολλούς, ζωή αλλά να της μάθει πώς να κάνει καλύτερη αυτήν εδώ που έχει. Σαν, βρε παιδί μου, να της έβγαλε το σκούρο τσίτι και να της έβαλε ένα πολύχρωμο μερσεριζέ. Που δεν είναι πολύ πιο ακριβό είναι όμως πολύ πιο λαμπερό. Σαν να την πήγε στο κομμωτήριο και να της άνοιξε σιγά σιγά το χρώμα των μαλλιών μέχρι που έγιναν κατάξανθα. Σαν να τη μετακόμισε από το χαμόσπιτο με την γκαζιέρα όχι σε κάποιο παλάτι αλλά σε ένα τριάρι νεόδμητης πολυκατοικίας στην Κυψέλη. Και σαν να την πέρασε με το λούστρο μιας νιότης που δεν έχει να κάνει με την ηλικία αλλά με τη διάθεση.
Είχε ένα μυστικό
Η Βουγιουκλάκη, σε όλους σχεδόν τους ρόλους της, ήταν σαν αποτύπωση του «ιδανικού» της Ελλάδας εκείνης της εποχής. Εντιμη αλλά, όταν χρειαζόταν, κολπατζού. Ξύπνια, καταφερτζού, πεισματάρα, δοτική αλλά και ανεξάρτητη. Ως φτωχή, με μεγάλους ορίζοντες και, ως πλούσια, επαναστάτρια. Και πάντα να κατορθώνει το ανέφικτο. Από το να χωθεί σε πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού μέχρι να παντρευτεί τον καθηγητή της.
Μεθοδικά, κατόρθωσε να ταυτιστεί μαζί της η μέση Ελληνίδα. Ετσι θεωρούσε ότι γίνονται τα λαϊκά είδωλα. Οταν προσπαθούν να ξεπατικώσουν την εικόνα σου, τα ρούχα σου, τα μαλλιά σου. Γι’ αυτό και δεν ξέφευγε από το μέτρο. Ούτε πολύ σέξι, ούτε πολύ γόησσα, ούτε πολύ μοιραία. Τσαχπίνα και χαριτωμένη κυρίως. Για να θυμίζει μια νιότη που μπορεί να μην υπήρξε και ποτέ. Γι’ αυτό λέω ότι τα ενενήντα χρόνια δεν έχουν θέση δίπλα στο όνομά της.